Πρόλογος
Τη μελέτη αυτή οφείλει ο συγγραφέας της κατά κύριο λόγο στην οικείωσή του με τα τοπωνυμικά και γενικότερα ονοματικά ζητήματα της Νεοελληνικής – οικείωση που προέρχεται από το γεγονός ότι ως συνεργάτης του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ετοιμάζει εδώ και τέσσερα χρόνια της έκδοση ενός ετυμολογικού λεξικού των νεοελληνικών τοπωνυμίων.
Ανάμεσα στα άλλα προβλήματα της νεοελληνικής γλώσσας δυσκολία ιδιαίτερη παρουσιάζει η ερμηνεία κύριων ονομάτων ή εθνικών που η προέλευσή τους και η πρώτη καθιέρωσή τους ως ονομάτων χάνεται μέσα στους αιώνες της μακρόχρονης ζωής της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές του περασμένου αιώνα ως τις μέρες μας απασχόλησε μια σημαντική μερίδα Ελλήνων και ξένων φιλολόγων το ζήτημα της προέλευσης του ονόματος Τσάκωνες των κατοίκων της σημερινής Κυνουρίας. Τα ονόματα όμως Τσάκωνες και Τσακωνιά παρέμειναν, παρά τις ποικίλες ερμηνείες που προτάθηκαν ως σήμερα, ανερμήνευτα. Τόσο λίγο διαφώτισαν το ζήτημα της προέλευσης των ονομάτων αυτών οι ως τα 1937 δημοσιευμένες μελέτες, ώστε την ίδια χρονιά ο κορυφαίος γλωσσολόγος P. Kretchmer χαρακτήριζε το ζήτημα τούτο ως οξύ πρόβλημα της νεοελληνική έρευνας [Der Ursprung des Names der Tsakonen ist eine Crux der Neohellenistik, Glotta 26(1937)51].
Ελπίζουμε ότι με τη μελέτη αυτή, που έλαβε υπόψη της όλες τις ως τώρα γνωστές ή και νέες πληροφορίες – όσες μπόρεσε να συγκεντρώση ο συγγραφέας της – που σχετίζονται άμεσα με τους Τσάκωνες και το όνομα της χώρας τους, λύνεται οριστικά ή τουλάχιστον προωθείται σημαντικά προς τη λύση του το σύνθετο πρόβλημα της παραγωγής των ονομάτων Τσάκωνες και Τσακωνιά. Η ερμηνεία που δίνεται στο όνομα Τσάκωνες, θεμελιωμένη σε νεοελληνικά τοπωνύμια και άλλα γλωσσικά στοιχεία που συνδέονται στενά με το όνομα τούτο, πιστεύουμε ότι θα αποτελέση ευπρόσδεκτη συμβολή στην ερμηνεία των ονομάτων. Αποκαλυπτική για τον συγγραφέα της μελέτης αυτής στάθηκε η διαπίστωση ότι το φαινόμενο της τροπής των συμπλεγμάτων τρ, δρ, θρ σε τσ, γνωστό ως σήμερα μόνον από την Τσακώνικη, είχε κατά τους μέσους χρόνους πολύ μεγαλύτερη διάδοση, έτσι που να είναι δυνατό να ερμηνεύονται σήμερα με τη βοήθειά του λέξεις, που η προέλευσή τους είχε καταντήσει προβληματική για τη νεοελληνική έρευνα.
Σημαντικά επίσης θέλω να πιστεύω ότι είναι τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής ως προς το παρεξηγημένο από πολλούς ερευνητές θέμα της υπηρεσίας που πρόσφεραν στο βυζαντινό στράτευμα ειδικά οι Τσάκωνες της Κυνουρίας.
Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1964
Χ.Π. Συμεωνίδης
Λέξεις κλειδιά: Τσάκωνες, Τσακωνιά, Λάκωνες, Τζάκωνες, Καύκωνες, Ross, P. Kassel, Σλάβοι, Κοραής, Σάκωνες, Σάθες, καστροφύλακες, Ζακονία, Bursian, Kopitar, Fallmerayer, Hopf, Philippson, Manojlović, Κυνουρία, Πάρνωνας, Σκλαβηνία, Χρονικό της Μονεμβασιάς, Thumb, Διάκονες, Ducange, Κ. Ψυχογιός, Δ. Βαγιακάκος, Δάκωνες, Deffner, ελευθερολάκωνες, Μπούτουρας, Lahmann-Haupt, Τραχωνία, Deville, Φ. Κακουλές, Παγουλάτος, Χρονικό του Μορέως, Γ. Χατζιδάκις, Κ. Άμαντος, εξωλάκωνες, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Άβαροι, τοπωνύμια,Κωστάκης, Τζακωνίτης, Τράψων, Κωδινός, Τζουλούκωνες, Τραχωνία, Τσακό, Βάτικα, Χαβουτσί, Προποντίδα, ορεσίβιος, ειδωλολάτρης, Leake.