Στοιχεία Έκδοσης
- Έτος: 1947
- Τίτλος: Οι τσάκωνες και το περί της κτίσεως της Μονεμβασιάς Χρονικόν (Διδ. Διατριβή)
- Συγγραφέας: Παγουλάτος Αθ. Σπυρίδων
- Σελ.: 80
Συνοπτικά
Περί των Τσακώνων και του ονόματος Τσάκωνες πολλά υπό πολλών ελέχθησαν από των Μεσαιωνικών χρόνων μέχρι σήμερον. Εις δε την περί αυτών έρευναν συνετέλεσε κατά πολύ η περί εκσλαβισμού του ελληνικού λαού θεωρία (Πβ την εν τω β μέρει της παρούσης διατριβής εκτιθέμενην ετυμολογίαν της λέξεως Τσάκωνες εκ ρίζης σλάβικης. Πολλοί παραδέχθησαν ότι οι Τσάκωνες είναι Σλάβοι) και το ιδιότυπον της τσακώνικης διαλέκτου, η οποία περιφανώς απεδείχθη, ότι είναι εξέλιξις της Αρχαίας Λακωνικής. Πολλαί των προταθεισών ετυμολογιών του ονόματος Τσάκωνες στηριζόμεναι επί των γλωσσικών φαινομένων της τσακώνικης διαλέκτου φαίνονται αληθείς, προσκρούουν όμως επί άλλων δεδομένων, περί των οποίων θα γίνει λόγος εις το δεύτερο μέρος της παρούσης διατριβής.
Η υπό του καθηγητού κ. Κ. Αμάντου δοθείσα ετυμολογία εις την λέξιν φαίνεται, ότι λύει το περιμάχητον τούτο ζήτημα, αλλ΄ ελλείπει εκ ταύτης η γλωσσολογική, ιστορική και σημασιολογική θεμελίωσις. Σκοπός της ανά χείρας διατριβής είναι κυρίως η θεμελίωσις αυτή δια της ορθρής ερμηνείας χωρίου τινός του Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας καλούμενου Χρονικού το οποίον και άλλοτε εχρησιμοποίησεν η Επιστήμη ματαίως δι΄ απόδειξιν θέσεως εκ διαμέτρου αντίθετου προς την κατωτέρω εκτιθέμενην.
Επειδή όμως επί του τμήματος τούτου του Χρονικού, του αφορώντος την εις την Πελοπόννησον επιδρομήν των Σλάβων και του έχοντος σχέσιν με την ετυμολογίαν της λέξεως Τσάκωνες βασίζεται η πολύκροτος θεωρία του Fallmerayer και των δια πολιτικούς λόγους διαστρεβλωτών της επιστημονικής αλήθειας παρακαίρων οπαδών αυτού, και επειδή μέχρι σήμερον ή δεν εδόθη η δέουσα προσοχή εις το Χρονικόν ή και αν εδόθη δεν ησκήθη η δέουσα κριτική εις τρόπον ώστε να μη παραδεχθώμεν αβασανίστως την παράλογον και παρ΄ουδενός ετέρου μνημονευομένην πληροφορίαν περί της επί 218 έτη κατοχής της Πελοποννήσου παρά των Σλάβων, εθεωρήθη αναγκαία η απόδειξις της ιστορικής σημασίας του Χρονικού. Δια τους λόγους τούτους ως επιστήμων αλλά και ως Έλλην εις το πρώτο μέρος της διατριβής επεκτείνομαι περισσότερον εις την συστηματικωτέραν έκθεσιν των απόψεων μου περί των παραλλαγών, των πηγών, της χρονολογία και του χαρακτήρος του καλούμενου Χρονικού της Μοναμβασίας και την ερμηνείαν του κειμένου αυτού αναφέρων χάριν συντομίας μόνον τα σημεία εκείνα εις τα οποία δεν συμφωνών με τους μέχρι σήμερον ασχοληθέντας και κατά τρόπον τοιούτον, ώστε να εξασφαλίζω την συνέχεια των παρατηρήσεών μου.
Ούτω δια της ετυμολογίας της λέξεως Τσάκωνες, την οποία εισηγούμαι βάσει του Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας καλούμενου Χρονικού, ερμηνεύονται αβιάστως πλείστα προβλήματα σχετιζόμενα με την γλώσσαν, καταγωγήν και ιστορία των Τσακώνων, ενώ από γλωσσολογικής απόψεως εις ουδένα νόμον προσκούει. Τούτο αποτελεί ισχυρόν λόγον, νομίζω, υπέρ της ορθότητας της ετυμολογίας αφ΄ ενός και της αξιοπιστίας του Χρονικού αφ΄ ετέρου, όσον αφορά και την διασπορά των Λακώνων, η οποία ασφαλώς οφείλετο εις τους Σλάβους.
Ότι το «περί της κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν» αποτελεί σημαντικόν ιστορικόν κείμενο διείδε το πρώτον ο καθηγητής Σωκρ. Κουγέας τω 1912, ότε έφερεν εις το φως το ανέκδοτον μέχρι της εποχής εκείνης Σχόλιον του Αρέθα (Δ. Κουγέας, επί του καλούμενου Χρονικού «Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας» Ν Ελληνομνήμων 9 (1912) σ 473-480). Δια του σχολίου τούτου, αναγράφει ο κ. Κουγέας, αναιρείται η άλλη γνώμη, «ήτις και παρ΄ απάντων των περί του πράγματος διαλαμβανοντων εγένετο δεκτή, καθ΄ ήν τα περί τα εξοικισμού και διασποράς των Πελοποννήσιων επί Μαυρικίου και απανόδου αυτών επί Νικηφόρου εν τω Χρονικώ αναφερόμενα εθεώρησαν μυθεύματα και προσθήκαι πλασταί μεταγενεστέρων». Μετά ταύτα ενώ ο καθηγητής κ. Κων. Αμάντος (Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Ι282) ουδεμίαν ιδιαιτέραν αξίαν αποδίδει εις τα μεταγενέστερας, ως λέγει, πληροφορίας του Χρονικού ως στηριζομένας εις το εξαίρετον περί των Σλάβων εν Ελλάδι βιβλίον αυτού αναγνωρίζει την αξίαν του Χρονικού ως προς τα περισσότερα αυτού σημεία. Ως όμως παρετήρησεν ήδη ο κ. Charanis η γνώμη του κ. Διον. Ζακυθηνού περί της εκ προφορικής πηγής προελεύσεως του Χρονικού δεν δικαιολογεί την μη παραδοχήν της πληροφορίας αυτού περί της επί 218 έτη κατακτήσεως της Πελοποννήσου υπό των Σλάβων λόγω της καταπληκτικής ομοιότητας των κειμένων του Σχολίου του Αρέθα και του Χρονικού, χρονολογικώς λίαν απεχόντων αλλήλων, και λόγω της επαληθεύσεως απάντων, των εκ της προφορικής παραδόσεως εν τω Χρονικώ μνημονευομένων γεγονότων πλην της σλάβικης επιδρομής. Τέλος ο κ. P. Charanis τω 1946 προσπαθών να ανασύρη τον Νικηφόρον Ι εκ της αδοξίας, εις ην κατεδίκασεν αυτόν ο Θεοφάνης, αναγνωρίζει, ότι το Χρονικόν της Μονεμβασίας «is absolutely trustworthy and constitutes one of the most precious sources of the history of the Byzantine Empire” (Nicephorus I, the savior of Greece from Slav (810 a.D.) εν Βθζαντινά – Μεταβυζαντινά Ι, 1, New York 1946, 80). Αλλ΄ ούτω υπερβάλλων την σημασίαν του Χρονικού και του Νικηφόρου δεσμεύει την κρίσιν αυτού εις την αλήθη ερμηνείαν του κειμένου και παραδέχεται ως γεγονός την επί 218 έτη κατοχήν της Πελοποννήσου υπό των Σλάβων, όπερ ουδέποτε συνέβη. Τούτο τουλάχιστον μαρτυρεί και η μη ύπαρξις αναλόγου του χρόνου της κατοχής λειψάνων.
Κατά τους τρεις ως άνω εκτεθέντας τρόπους εξέλαβεν εσχάτως μετά την δημοσίευσιν των παραλλαγών του Χρονικού και του Σχολίου του Αρέθα η επιστήμη το Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας καλούμενον Χρονικόν. Ή απέρριψεν ή παραδέχθη εν μέρει ή παρεδέχθη αυτούσιον το κείμενον, όσον αφορά την εις την Πελοπόννησον σλαβικήν επιδρομή. Σκοπός όμως της Επιστήμης νομίζω, ότι είναι η κρίσις όχι μόνον υπό την αρνητικήν αυτής μορφήν, ως θαυμασίως επιτυγχάνει κυρίως ο κ. Ζακυνθηνός εις το σύγγραμμά του, αλλά και υπό την θετικήν αυτής μορφήν. Εις τούτον κυρίως τον σκοπόν αποβλέπει το πρώτο μέρος της υπό κρίσιν διατριβής. Ούτω αφ΄ ενός μεν θεμελιώ ασφελέστερον την ετυμολογίαν της λέξεως Τσάκωνες, αφ΄ ετέρου δε θέλω να πιστεύω, ότι μετά την θεμελιώδη έκδοσιν του συγγράμματος του κ. Ζακυθηνού συμβάλλω εις την ορθήν ερμηνείας του Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικού, τιθεμένου πλέον οριστικού τέρματος εις τας εντυπώσιακάς θεωρίας των εχθρών της Ελλάδος.