Στοιχεία Έκδοσης
- Έτος: 2016
- Τίτλος: Πως γράφτηκε ο εμφύλιος – πως περιέγραψαν οι δύο πλευρές τις μάχες του εμφυλίου Λεωνιδίου – Αγίου Βασιλείου (21-22 Ιανουαρίου 1949)
- Εκδόσεις: Αρχείο της Τσακωνιάς
- Συγγραφέας: Γεώργιος Ν. Παπαθανασόπουλος
- Σελ.: 196
- ISBN: 978-618-81611-1-5
Συνοπτικά
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το παραδοσιακό εμπορικό κατάστημα, έτος ίδρυσής του το 1880, του Ιωάννη Ρουσάλη, που το είχε κληρονομήσει από την οικογένεια του μαζί με τον αδελφό του Κοσμά, είναι κοντά στο σπίτι μας, στο Λεωνίδιο, και επί του κεντρικού δρόμου της κωμόπολης, που έφερε το όνομα «21ης Ιανουαρίου 1949». Συμπαθής άνθρωπος ο Ρουσάλης, φιλήσυχος, δεν έδειχνε καθόλου ότι ήταν από τους πρωταγωνιστές της Μάχης του Λεωνιδίου, την οποία είχε ζήσει και μου είχε περιγράψει αρκετά η Σοφία Διατσίντου-Ρουσάλη, μητέρα της συζύγου μου Αγγελικής. Ο Γιάννης Ρουσάλης, μαζί και ο Γ. Σακελλαρίου, έφεδροι ανθυπολοχαγοί και οι δύο, είχαν τεθεί επικεφαλής των πολιτών του Λεωνιδίου που συμμετέσχον στη μάχη και αγωνίστηκαν ηρωικά και με επιτυχία μαζί με τους λίγους χωροφύλακες και στρατιώτες της φρουράς της κωμόπολης κατά των κομμουνιστικών δυνάμεων. Όταν μου μιλούσε γι’ αυτήν τα μάτια του έλαμπαν, χωρίς να χάνει την γνωστή σ’ εμένα ταπεινοφροσύνη του και την τσακώνικη στωικότητα του.
Σε μια από τις συζητήσεις μας τον παρακάλεσα αυτά που μου έλεγε να τα καταγράψω σε μαγνητόφωνο. Σε απάντηση εκείνος χάθηκε στο βάθος του καταστήματος και σε λίγο γύρισε κρατώντας μερικά πολυ-
καιρισμένα φύλλα χαρτιού, γραμμένα με γραφομηχανή. «Εδώ είναι γραμμένα όλα όσα θέλεις να καταγράψεις», μου είπε και με παρακάλεσε να βρω τον καιρό να τα κάνω βιβλίο, ώστε οι Λενιδιώτες να γνωρίζουν την αλήθεια για το θάρρος και τον ηρωισμό των προγόνων τους, οι οποίοι «αγωνισθέντες “υπέρ βωμών και εστιών”» αναδείχθηκαν «άξιοι συνεχιστές της λαμπρής παράδοσης του Έθνους», όπως μου είπε. Πρέπει να πω ότι δέχθηκα ευχαρίστως την προτροπή του Ι. Ρουσάλη, παρά το ότι αναρωτιόμουν για το πού θάβρισκα το χρόνο να το κάνω.
Πραγματοποιώντας μετά από αρκετό καιρό την υπόσχεση προς τον αείμνηστο Ιωάννη Ρουσάλη αρχίζω να καταγράφω από σήμερα τα της Μάχης του Λεωνιδίου. Ως βάση πήρα τη δική του μαρτυρία που μου την
εμπιστεύθηκε, γιατί πιστεύω ότι η αυθεντική και βιωματική περιγραφή έχει μεγαλύτερη αξία από τις ιστορικές αναλύσεις ή έρευνες, που έχουν νοθευθεί από την ιδεολογία. Στη μαρτυρία του πρόσθεσα στοιχεία που βρήκα στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας του Στρατού, καθώς και μαρτυρίες άλλων κατοίκων του Λεωνιδίου, που έζησαν και αυτοί τη μάχη, τους οποίους και ευχαριστώ. Και από την άλλη αναφέρω τις γραπτές μαρτυρίες των κομμουνιστών. Γεγονός είναι ότι για τη Μάχη του Λεωνιδίου και για την εν συνεχεία Μάχη του Αγίου Βασιλείου κυρίως έχουν γράψει οι κομμουνιστές και αποσπασματικά ορισμένοι αντίθετοι προς τις απόψεις τους.
Όσοι από ακούσματα έγραψαν, και είναι πολλοί, υπέπεσαν σε σοβαρά λάθη. Χαρακτηριστική από το συντηρητικό δημοκρατικό στρατόπεδο είναι η περίπτωση του Νίκου Ροδίτσα, ο οποίος στο βιβλίο του
«1946-1949, τα χρόνια της κρίσης» (Έκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα, 1980, σελ. 178) αφιέρωσε οκτώ γραμμές στη μάχη του Λεωνιδίου, με ανακριβή στοιχεία. Έγραψε: «Στις 21 Ιανουαρίου 1949 πολλές ομάδες ανταρτών (συνολικά γύρω στους 1000 άνδρες) επέδραμαν εναντίον του Λεωνιδίου και άρπαξαν τρόφιμα και άλλα χρειώδη. Δεν χάρηκαν όμως για πολύ το κατόρθωμα τους. Την άλλη μέρα καταδιώχτηκαν από τις εθνικές δυνάμεις και άφησαν 250 νεκρούς. Στην επιχείρηση της σωτηρίας της πόλης συνέβαλε αποφασιστικά και το πολεμικό μας ναυτικό με το Ν.Α. 2190». Φυσικά ούτε οι κομμουνιστές πήραν το Λεωνίδιο, ούτε επομένως χρειάσθηκε να απελευθερωθεί… Και το πολεμικό πλοίο δεν μπορούσε να βοηθήσει, κατά τη νύχτα της 20ής προς την 21η Ιανουαρίου 1949, όταν έγινε η επίθεση των κομμουνιστών, στην επιτυχή άμυνα των πολιτών των Λεωνιδιωτών και των λίγων στρατιωτών και χωροφυλάκων, που ήσαν εκεί μαζί τους.
Ανεπίτρεπτα λάθη στην περιγραφή της Μάχης του Λεωνιδίου έκαμε και ο Υποστράτηγος Τσιγγούνης, της Στρατιωτικής Διοίκησης Πελοποννήσου. Χωρίς να είναι παρών στη Μάχη και χωρίς να ελέγξει με την
ανάλογη της θέσης του υπευθυνότητα τις πληροφορίες, που ελάμβανε, έγραψε απλά τις περιγραφές των κομμουνιστών, που με την σειρά τους εκμεταλλεύθηκαν την ανακριβή περιγραφή του υποστρατήγου Τσιγγούνη…
Το γεγονός είναι πως έως σήμερα η μάχη του Λεωνιδίου γενικά μένει στην αφάνεια και στο περιθώριο της ιδεολογοποιημένης και επιλεκτικής Ιστορικής Μνήμης. Και όσο είναι λυπηρό ότι αυτό τείνει να συμβεί και στην ίδια την ηρωική κωμόπολη, τόσο είναι ευχάριστο πως οι πρωταγωνιστές της Μάχης Λεωνιδιώτες αποφάσισαν να μιλήσουν και να γράψουν την αλήθεια, όπως την έζησαν.
Ο επίκουρος καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Πολυμέρης Βόγλης στη μελέτη του «Οι μνήμες της δεκαετίας του 1940 ως αντικείμενο ιστορικής ανάλυσης: μεθοδολογικές προτάσεις», η οποία περιέχεται στον τόμο «Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου», (Εκδ. «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη, 2008. Πρακτικά του συνεδρίου: «Μνήμες των Εμφυλίων: Τόποι και Εργαλεία» – Κορησσός, Ιούλιος 2006), σημειώνει σχετικά: «Η υιοθέτηση της στρατηγικής του “ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό” μετά το 1957 αλλά και η συνέχιση των διώξεων κατά της αριστεράς μέχρι το 1974 συντέλεσαν στην κατασκευή μιας ιστορικής μνήμης, στην οποία η αριστερά (δίκαια) αντιστέκεται και (άδικα) διώκεται. Η αριστερά, η οποία σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο επεδίωξε να καταλάβει ένοπλα την εξουσία, απαλείφθηκε απ’ αυτήν την ιστορική μνήμη. Η ανάδειξη των διώξεων, εκτελέσεων, βασανιστηρίων της Μακρονήσου ήλθε ως αντίβαρο στη στρατιωτική διάσταση του εμφυλίου
πολέμου, την οποία για δεκαετίες η συλλογική μνήμη της αριστεράς απώθησε» (σελ. 78). Και εξηγεί πως επειδή ο εμφύλιος μπορεί να ενισχύσει μια πολιτική ταυτότητα της αριστεράς, που θέλει να είναι ανταγωνιστική με το υπάρχον κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, ειδικότερα το ΚΚΕ, έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σ’ αυτόν με εκδόσεις, ομιλίες, παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού και διάφορες εκδηλώσεις (αυτ. σελ. 80).
Μιαν άλλη πραγματικότητα έξω από την επίσημη του ΚΚΕ και υπόκλίμακα, αποτελεί η Μάχη του Λεωνιδίου, η οποία είχε μεγάλη συμβολική και πραγματική ιστορική σημασία, λόγω της συμμετοχής των κατοίκων του, που υπερασπίστηκαν το βιός τους, την ελευθερία τους, την τιμή τους, την αξιοπρέπεια τους, και τα ιερά και τα όσια τους. Και η εν λόγω Μάχη, στο μέτρο της, έπαιξε το ρόλο της στην έκβαση του εμφυλίου πο λέμου. Δύο μαρτυρίες αρκούν για να καταδείξουν το αληθές του γεγονότος:
Όταν την επόμενη ημέρα της μάχης οι στρατηγοί Τσακαλώτος, Πετζόπουλος και Τσαταλός πήγαν στο Λεωνίδιο για να συγχαρούν τους γενναίους υπερασπιστές του τους είπαν: «Εάν γνωρίζατε το μέγεθος
της νίκης σας θα έπρεπε να χαλάτε τον κόσμο από το γλέντι!». Και ο κομμουνιστής – στέλεχος της 55ης Ταξιαρχίας (Πελοποννήσου) των ανταρτών Κων. Παπακωνσταντίνου (Μπελάς) παρά το αβυσσαλέο μίσος, και την εμπάθεια του προς τους «εχθρούς» συμπατριώτες του παραδέχθηκε πως «Η επιχείρηση στο Λεωνίδι ήταν η τελευταία (Σημ. συγγρ.: για τους κομμουνιστές) μεγάλη επιχείρηση που έγινε στο Μωριά. Το κακό άρχισε από την επιχείρηση στο Μοναστήρι της Βλασίας, δευτέρωσε στη Δημητσάνα, τρίτωσε στη Ζαχάρω και τώρα στο Λεωνίδι μπήκε η ταφόπετρα». (Κων. Παπακωνσταντίνου (Μπελάς) «Η νεκρή μεραρχία», Έκδ. «Αλφειός», Αθήνα, 1987, Τόμος Β´, σελ. 865. Η υπογράμμιση του συγγρ.).
Ο Ιωάννης Καρακατσιάνης στο προαναφερθέν συνέδριο, στην Κορησσό, σημείωσε σχετικά: «Οι αριστερές μαρτυρίες Μανιατών τόνισαν ιδιαίτερα τις τελευταίες στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Πελο-
ποννήσου (ΔΣΠ) και τον προβληματισμό γύρω από τα πιθανά αίτια για τη διάλυση του, μετά την καθοριστική για την τύχη του ΔΣΠ και του εμφυλίου στην Πελοπόννησο μάχη στο Λεωνίδιο και την καταδίκη
και εκτέλεση από το ανταρτοδικείο του αξιωματικού του ΔΣΠ Τσουκόπουλου» (Αυτ. σελ. 208-209. Οι υπογραμμίσεις του συγγρ.). Τέλος πρέπει να σημειώσω πως, πέραν των άλλων, αξίζει τον κόπο να γράψει κάποιος για τη μάχη αυτή, γιατί είναι από τις λίγες που γνωρίζω στην Ελλάδα, όπου οι πολίτες πήραν με αποφασιστικό τρόπο μέρος στη μάχη και νίκησαν.
Τον εμφύλιο σχεδόν κανείς δεν τον περιέγραψε μέσα από τα πραγματικά γεγονότα. Η φόρτιση είναι ακόμη εκρηκτική, η ιδεολογία νοθεύει την ιστορική αλήθεια, η μνήμη λειτουργεί επιλεκτικά και το απαραίτητο στη ζωή μας «ζωτικό ψεύδος», δεν επιτρέπει να δούμε ακόμη και σήμερα αντικειμενικά την πραγματικότητα. Ο Τζορτζ Όργουελ έγραψε στο βιβλίο του «Πεθαίνοντας στην Καταλονία», που ήταν αφιερωμένο στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα της περιγραφής της ιστορικής αλήθειας: «Είμαι πρόθυμος να παραδεχτώ ότι η ιστορία είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό ανακριβής και μεροληπτική, αλλά αυτό που αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της εποχής μας είναι η εγκατάλειψη της ιδέας ότι η ιστορία θα μπορούσε να γραφτεί με ακρίβεια». Ο Όργουελ έγραψε επίσης ότι στο παρελθόν οι άνθρωποι έλεγαν ψέματα σκόπιμα, ή χρωμάτιζαν υποσυνείδητα αυτά που γράφανε, αλλά, στην πράξη υπήρχε πάντα ένας σημαντικός αριθμός από γεγονότα, στα οποία συμφωνούσαν σχεδόν όλοι. Βλέποντας ακόμη τότε ως μόνο κίνδυνο ολοκληρωτικής κοινωνίας τη ναζιστική αντίληψη, ο Όργουελ σημειώνει πως αυτή αρνείται την ύπαρξη πραγματικής αλήθειας και αυτός ο τρόπος σκέψης οδηγεί σε ένα κόσμο εφιαλτικό, στον οποίο ο Αρχηγός ή η κλίκα, που θα εξουσιάζει, θα ελέγχει όχι μόνο το παρόν και το μέλλον, αλλά και το παρελθόν. Αν ο Αρχηγός ή η κλίκα πει, ότι το τάδε γεγονός «δεν συνέβη ποτέ», ε, τότε δεν συνέβη ποτέ… Αν πει ότι δυο και δυο κάνουν πέντε, τότε δύο και δύο κάνουν πέντε. Και επιλέγει: «Αυτή η προοπτική με τρομάζει πολύ περισσότερο από τις βόμβες». (Τζωρτζ Όργουελ «Πεθαίνοντας στην Καταλονία», Εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1979, σ.σ.270-271).
Αυτά που γράφει ο Όργουελ για τον ισπανικό ισχύουν και για τον ελληνικό εμφύλιο. Έως τώρα τα περισσότερα, που γράφτηκαν είναι μονομερή ή ετεροβαρή και σχεδόν όλες οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, μελέτες και εισηγήσεις είναι με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Γιώργου Αντωνίου και Νίκου Μαραντζίδη κατά την περίοδο 1974-2003 το 79% των έργων, που γράφτηκαν για τον εμφύλιο έχουν αριστερό ή φιλοεαμικό περιεχόμενο. («Η εποχή της σύγχυσης», επιμέλεια Γιώργος Αντωνίου-Νίκος Μαραντζίδης, Εκδ. Βιβλ. «Εστία», Αθήνα, 2008, σελ. 31). Και το υπόλοιπο 21% δεν σημαίνει ότι είναι αντικειμενικό, αλλά παρουσιάζει τον εμφύλιο από μιαν άλλη πλευρά. Σε άλλο σημείο του ιδίου πονήματος τους οι ίδιοι επισημαίνουν κάτι το εντυπωσιακό,
αφού εν μέση δημοκρατία επιβάλλεται η ολοκληρωτική αντίληψη για τη γραφή της ιστορίας: «Οι ερευνητές πλέον κρίνονται με βάση τα υποτιθέμενα κίνητρα και όχι το επίπεδο και τα πορίσματα της έρευνάς τους. Κάποιες καριέρες εξαρτώνται από το βαθμό της στράτευσης στη σταυροφορία ενάντια “στη νέα θεολογία” και η νέα γενιά ερευνητών, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς μόνιμες θέσεις εργασίας, βρέθηκε αναγκασμένη να επιλέξει προσεκτικά τα θέματα έρευνας και κυρίως τα συμπεράσματά της» (αυτ. σελ. 45).
Πράγματι τελευταία ζούμε την «επιστημονική» διαμόρφωση της ιστορικής αλήθειας μέσα από την κοινωνιολογική αντίληψη νεοαριστερών διανοουμένων και μέσα από τα φίλτρα της ιδεολογίας και από τη διαμόρφωση σχετικών «σχολών σκέψης», με την ύπαρξη «γκουρού» – καθηγητών πανεπιστημίου, που θεωρούν ως προτέρημα για την ανεύρεση της αλήθειας ότι ανήκουν στο κομμουνιστικό κόμμα, ή ότι ασπάζονται τη μαρξιστική σκέψη, όπως την αντιλαμβάνονται. Και είναι απογοητευτικό νέοι άνθρωποι, που σήμερα αρχίζουν την ακαδημαϊκή ζωή τους και μπαίνουν στον κόπο της έρευνας της ιστορίας, να έχουν «αιχμάλωτη σκέψη», όπως, από το 1953, την περιέγραψε ο Τσέσλαβ Μίλοτς, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1980 (Βλ. σχ. Τσέσλαβ Μίλοτς «Η αιχμάλωτη σκέψη», Έκδ. «Ελληνική Ευρωεκδοτική»).
Μένουν βέβαια οι αυθεντικές μαρτυρίες, όπως αυτή του Ιωάννη Ρουσάλη και των άλλων Λεωνιδιωτών, που όμως και αυτές μπορούν να θεωρηθούν από τους αντίθετους επηρεασμένες από τη στάση τους στον
εμφύλιο. Και μένει η εκτίμηση και ευθύνη όσων τις δημοσιεύουν, ότι αυτές, στον πυρήνα τους, προσεγγίζουν το πραγματικό γεγονός. Συμφωνούμε έτσι με τον Ν. Μαραντζίδη ότι «πέρα από τις άγονες πολεμικές αντιπαραθέσεις οφείλουμε να αντιληφθούμε πως οι εργασίες τοπικής διάστασης για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου φέρνουν έναν αέρα ανανέωσης. Εξάλλου πότε άλλοτε παρήχθη τόσο πλούσια και έντονη συζήτηση για την περίοδο;…» (Αυτ. σελ. 194).
Για εμάς στην περιγραφή της ιστορικής αλήθειας παίζει ρόλο το πόσο είναι καθαρή η συνείδηση αυτού, που την γράφει και το πόσο είναι εμποτισμένος από τις ιδεολογικές-κοινωνιολογικές-ψυχολογικές
«αρχές» του. Ο τρόπος της γραφής πολλών μας θυμίζει αυτό, που ο Ντοστογιέφσκι γράφει στο ημερολόγιο του για την αντίληψη των ανθρώπων της Δυτικής Ευρώπης, που ανάγουν τα πάθη, τις διαστροφές και τις αδυναμίες τους σε «αρχές πολιτισμού και προόδου»… Γράφει συγκεκριμένα ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας:
«Είμαι σχεδόν τυφλά πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει ούτε ένας απατεώνας στο Ρωσικό λαό, που να μην είναι έτοιμος να ομολογήσει ότι είναι απατεώνας, την ίδια ώρα, που στους άλλους λαούς της Ευρώπης
όταν ο απατεώνας διαπράττει τις ατιμίες του, είναι υπερήφανος γι’αυτές, τις διακηρύσσει, τις αναγορεύει σε Αρχές, διαβεβαιώνει ότι αποτελούν στοιχεία της Τάξης και των φώτων του Πολιτισμού και, ο δυστυχής, ολοκληρώνει τη διαστροφή της συνείδησης και της σκέψης του με το να πιστέψει στα σοβαρά και με κάθε εντιμότητα, ότι πράγματι οι ατιμίες του αποτελούν στοιχεία της κοινωνικής τάξης και του δυτικού πολιτισμού». (Dostoievski «Journal d’ un ecrivain», Gallimard, 11e edition, Paris, 1951, p. 282).
Με βάση τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι αναλογίζομαι πόσοι από όσους ενεπλάκησαν στον εμφύλιο παραδέχθηκαν τα όποια λάθη τους και τα τυχόν εγκλήματα, που έγιναν από μεριά τους, και πόσοι ζήτησαν
γι’ αυτά συγγνώμη. Έως σήμερα από την κάθε πλευρά τονίζονται τα σφάλματα της άλλης και τα δικά της αποσιωπούνται ή δικαιολογούνται… Αλλά έτσι δεν αποκαθίσταται η κατανόηση στον ανθρώπινο πα-
ράγοντα. Από πλευράς αστικών κομμάτων μετά το 1974 έγιναν βήματα προς την κατεύθυνση της ψυχικής ενότητας του λαού και της άμβλυνσης της πολιτικής οξύτητας, με την αναγνώριση του ΚΚΕ, ως νομίμου Κόμματος. Το Σεπτέμβριο του 1976, αγωνιστές της Αντίστασης 1941-44, από διάφορες οργανώσεις αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια κίνηση με σκοπό να αποδείξουν ότι δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί αγωνίστηκαν κατά του κατακτητή και ουδείς θάπρεπε να μονοπωλήσει την αντίσταση ή τον πατριωτισμό του άλλου. Στην κίνηση συμμετέσχον προσωπικότητες της αντίστασης, αλλά και της μεταδικτατορικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών οι Μανώλης Γλέζος, Κων. Δεσποτόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Γ.Α. Μαγκάκης, Σάκης Πεπονής, Χαρ. Πρωτοπαπάς, Κομνηνός Πυρομάγλου, Μανώλης Ανδρόνικος, Φαίδων Βεγλερής, Τάσος Βουρνάς, Ροζέ και Τατιάνα Μιλλιέξ, Βάσος Μαθιόπουλος, Τάσος Μήνης, Ρόσιος Υψηλάντης και Λάκης Σάντας. (Σημ. συγγρ. Για την κίνηση «Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944» βλέπε σχετικό άρθρο Μαρ. Σπηλιωτοπούλου εις «Δελτίο του Κέντρου της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού», Τόμος 2ος, Αθήνα, 2000, σελ. 271 κ.ε.).
Το ΚΚΕ δεν θέλησε να συμμετάσχουν τα μέλη του στην Κίνηση. Και εξακολούθησε την διεκδίκηση της μονοπώλησης της Αντίστασης. Έτσι η «Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης», που πρόσκειται στο ΚΚΕ, στήνει μνημεία πεσόντων «Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Δημοκρατικού Στρατού 1941-1949», με τη λογική ότι μόνο αυτοί έκαναν αντίσταση. Βήμα προς την οριστική εθνική συμφιλίωση έκανε το ΚΚΕ επί ηγεσίας Φλωράκη-Φαράκου το 1989. Όμως η ηγετική ομάδα, που επικράτησε τότε για ελάχιστες ψήφους, ανέστειλε για τις ελληνικές καλένδες κάθε τέτοια προσπάθεια.
Οι γραμμές αυτές γράφονται για να μην ξεχαστούν και να μείνουν άσβεστα στις επόμενες γενιές τα γεγονότα της 21ης και 22ας Ιανουαρίου 1949 στο Λεωνίδιο και στον Άγιο Βασίλειο. Στο Λεωνίδιο ήταν ίσως η μοναδική περίπτωση στον εμφύλιο, που οι ίδιοι οι κάτοικοί του αμύνθηκαν με επιτυχία στην απρόκλητη και αδικαιολόγητη επίθεση, που δέχθηκαν από τους κομμουνιστές.
Στο πόνημα μου αυτό, εκτός από τον αείμνηστο Ιωάννη Ρουσάλη, πολύτιμη συμβολή είχαν η Λεωνιδιώτισσα στην καταγωγή σύζυγος μου Αγγελική, κόρη Αγγ. Διατσίντου, η μητέρα της Σοφία Ρουσάλη-Διατσίντου, από την οποία είχα τις δικές της οικογενειακές πληροφορίες και ο Πρόεδρος του Αρχείου της Τσακωνιάς κ. Κωνσταντίνος Τροχάνης, με τα σημαντικά πρωτότυπα έγγραφα, που είχε από τον πατέρα του και ευγενικά έθεσε στη διάθεση μας, τις πολύωρες συζητήσεις, που είχαμε και τον κόπο του να προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις του κειμένου. Πολύτιμες ήσαν οι πληροφορίες –μαρτυρίες των Λεωνιδιωτών– αγωνιστών στη μάχη του Λεωνιδίου κ.κ. Χρήστου Σταθούση, Νικολάου Πανάγου, και Βασιλείου Μπεκύρου, καθώς και της χήρας του στρατηγού Περ. Παπαθανασίου. Επίσης οι μαρτυρίες του κ. Γεωργίου Νικ. Πήλιουρα, συνταξιούχου υπαλλήλου Δήμου Λεωνιδίου, και του πρώτου εξαδέλφου του, συνταξιούχου υπαλλήλου του ΟΤΕ κ. Γιώργου Πήλιουρα, ο οποίος, λόγω της εργασίας του, επισκεπτόταν τα γύρω από το Λεωνίδιο χωριά και είχε ακούσει από πρώτο χέρι πολλές μαρτυρίες για τις μάχες Λεωνιδίου και Αγίου Βασιλείου και ως παιδί, όπως και ο εξάδελφός του, έζησε τη μάχη του Λεωνιδίου. Τέλος χωρίς τα έγγραφα, τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Διεύθυνση της Ιστορίας Ελληνικού Στρατού, η παρούσα μελέτη θα ήταν ατελής.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι περιγραφές του ΚΚΕ και των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, που πολέμησαν στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στη Μάχη του Αγίου Βασιλείου και έγραψαν
για τις Μάχες του Λεωνιδίου και του Αγίου Βασιλείου.
Λέξεις κλειδιά: Εμφύλιος, Λεωνίδιο, Άγιος Βασίλειος