Στοιχεία Έκδοσης
- Επίπεδο: Διδακτορική Διατριβή
- Έτος: 2007
- Τίτλος: Γλωσσικές επαφές στη Νοτιοανατολική Πελοπόννησο
- Σελ.: 879
Εισαγωγή
Η διατριβή αυτή κινείται στον κλάδο των γλωσσικών επαφών (contact linguistics) και έχει ως αντικείμενο τη συγκριτική κοινωνιογλωσσολογική εξέταση της γλωσσικής αλλαγής και ειδικότερα της γλωσσικής συρρίκνωσης σε δύο ομάδες γλωσσικών κοινοτήτων που εντοπίζονται στην περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις τσακώνικες κοινότητες της αρκαδικής επαρχίας της Κυνουρίας και τις όμορες αρβανίτικες κοινότητες της βορειοανατολικής Λακωνίας. Στις πρώτες συγκαταλέγονται η κωμόπολη του Λεωνιδίου (Λ) και τα χωριά Βασκίνα (Β), Πραγματευτή (Πμ), Μέλανα (Μ), Τυρός (Τ), Πραστός (Π), Αγιαντρέας (Α), Καστάνιτσα (Κ) και Σίταινα (Σ). Στις δεύτερες, τα χωριά Ρειχιά (Ρειχ.), Λαμπόκαμπος (ή Φρέγκα· Λαμπ.), Πιστάματα (Πιστ.) και Χάρακας (Χάρ.) (βλ. το χάρτη στο τέλος του κεφαλαίου 3.1).
Η γλωσσική ποικιλία του αλβανικής καταγωγής πληθυσμού στη Λακωνία και γενικότερα στην Ελλάδα ονομάζεται αρβανίτικα και οι ομιλητές /-τριες αρβανίτες / αρβανίτισσες. Οι αντίστοιχοι τοπικοί αυτοπροσδιοριστικοί όροι είναι arvaítika / arvaítice για την γλώσσα και arvaítə / arvaíte για τους ομιλητές και τις ομιλήτριες. Σπανιότερα απαντά και η παλιά ονομασία για τη γλώσσα arbərítə (για τη σποραδική εμφάνιση του όρου στα αρβανίτικα της Αττικής (στο εξής ΑΑτ), βλ. Tsitsipis 1981, 1· για την ιστορικοσυγκριτική κατάταξη των αρβανίτικων της Λακωνίας (στο εξής ΑΛ) σε σχέση με τα υπόλοιπα αρβανίτικα ιδιώματα, βλ. 6.1.1 και Λιόσης, υπό έκδοση α). Ο τοπικός αρβανίτικος όρος για τα ελληνικά και τους έλληνες /-ίδες είναι roméika / roméice και roméo αντίστοιχα.
Η γλωσσική ποικιλία των κατοίκων της Κυνουρίας ονομάζεται τσακώνικα και οι ομιλητές /-τριες τσάκωνες / τσακώνες.2 Οι όροι αυτοί είναι και αυτοπροσδιοριστικοί. Τα ελληνικά περιγράφονται από τους ομιλητές /-τριες με τους όρους ρωμαίικα / (ε)λ̃ηνικά, αλλά δεν υπάρχει κανένας μονολεκτικός προσδιοριστικός όρος για τους / τις μη-τσακωνόφωνους /-ες. Η τσακωνική διάλεκτος υποδιαιρείται σήμερα σε τρία ιδιώματα: τα νότια τσακώνικα (στο εξής ΝΤ), που μιλιούνται στο Λεωνίδιο, στη Βασκίνα, στην Πραματευή, στα Μέλανα, στον Τυρό, στον Πραστό και στον Αγιαντρέα· τα βόρεια τσακώνικα (στο εξής ΒΤ), που μιλιούνται στην Καστάνιτσα και στη Σίταινα και τα τσακώνικα της Προποντίδας (ΤΠ), που μιλιούνταν ως τη μικρασιατική καταστροφή σε δύο χωριά της περιοχής, τα Βάτικα και το Χαβουτσί. Τα ΤΠ, κανένας / καμία από τους / τις ομιλητές /-τριες των οποίων δεν ζει σήμερα (Κωστάκης 1979, xv), απασχολούν την εργασία αυτή μόνο γιατί η περιγραφή τους είναι απαραίτητη για
συγκριτικές παρατηρήσεις σε επίπεδο συστήματος (κεφ. 6.2) και γιατί θεωρείται ότι η κοιτίδα τους ήταν το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Μαλέα στην Πελοπόννησο, γεγονός σημαντικό για το πλαίσιο της γλωσσοϊστορικής θεώρησης των υπό εξέταση ποικιλιών που θέτει η παρούσα εργασία (βλ. παρακάτω, κυρίως 4.1). Μέσα από αυτό το πρίσμα και σε αντίθεση με τα ΤΠ, τα δύο πελοποννησιακά ιδιώματα (τα ΝΤ και ΒΤ) συναναφέρονται ως μητροπολιτικά τσακώνικα (ΜΤ).
Η διατριβή είναι οργανωμένη σε τρία μέρη σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο, κατά το οποίο το φαινόμενο της εκτεταμένης γλωσσικής επαφής που οδηγεί στον γλωσσικό θάνατο μπορεί και πρέπει να μετρηθεί σε τρία επίπεδα (Sasse 1992a, 7-30· βλ. επίσης κεφ. 3 για το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας). Στο πρώτο μέρος (κεφ. 4) γίνεται λόγος για μια σειρά από εξωγλωσσικούς παράγοντες, ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς, εθνολογικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, η αλληλεπίδραση και συνάθροιση των οποίων έχουν διαμορφώσει ένα εξωτερικό πλαίσιο (external setting· στο εξής ΕΠ) που ασκεί πίεση στις παραπάνω γλωσσικές κοινότητες να αντικαταστήσουν τις γλώσσες τους με την ελληνική. Το δεύτερο μέρος (κεφ. 5) αφορά στην ανάλυση της γλωσσικής συμπεριφοράς των κοινοτήτων (speech behavior· στο εξής ΓΣ) και συγκεκριμένα των στάσεων των ομιλητών /-τριών απέναντι στις τοπικές ποικιλίες και στους εαυτούς τους, αλλά και της σφαίρας
λειτουργικότητας των ποικιλιών αυτών: ποιο είναι το προφίλ των συνομιλητών /-τριών και κάτω από ποιες περιστάσεις επικοινωνίας χρησιμοποιούν τις τοπικές γλώσσες. Και στις δύο περιπτώσεις (ΕΠ, ΓΣ) ύστερα από μια δεδομένη χρονική στιγμή η αλλαγή των τιμών των μεταβλητών οδηγεί στη σταδιακή αντικατάσταση των τοπικών ποικιλιών (π.χ. η μεταβολή της οικονομίας πολλών από τις κοινότητες από αγροτοποιμενική σε τουριστική, η ανάπτυξη αρνητικών στάσεων, η εξειδίκευση των λειτουργιών των θνησκόντων κωδίκων). Το τρίτο μέρος (κεφ. 7) είναι αφιερωμένο στη διαπίστωση και ανάλυση των δομικών συνεπειών (structural consequences· στο εξής ΔΣ) που επισωρεύει η αλλαγή τόσο του ΕΠ όσο και της ΓΣ στα δύο γλωσσικά συστήματα. Συγκεκριμένα επιχειρείται η μέτρηση των αλλαγών στο
επίπεδο της φωνητικής και φωνολογίας, της μορφολογίας (κλιτικής και παραγωγικής) και της σύνταξης. Η εξέταση της συρρίκνωσης του λεξιλογίου δεν συμπεριλήφθηκε στην εργασία αυτή, επειδή δόθηκε προτεραιότητα σε κατηγορίες με περισσότερο συστηματικό και σαφέστερα μετρήσιμο χαρακτήρα, αποτελεί όμως αντικείμενο πραγμάτευσης σε επικείμενη μελέτη μου (Λιόσης, υπό προετοιμασία γ). Η μέτρηση όμως της απόκλισης από το σύστημα επιβάλλει προηγουμένως την ίδια την περιγραφή του συστήματος ως σταθερού σημείου αναφοράς και όχι ως αυτοσκοπού, την περιγραφή δηλαδή μιας εικόνας για τους δύο κώδικες που θα ταίριαζε με τη συνηθισμένη / κανονική γλωσσική χρήση (“νόρμα”) είτε των σύγχρονων ομιλητών /-τριών που έχουν άριστη γλωσσική γνώση είτε των ομιλητών /-τριών του προηγούμενου αιώνα, όπως αποτυπώθηκε στα έργα προγενέστερων ερευνητών (βλ. παρακάτω την επισκόπηση της έως τώρα έρευνας). Η αναγκαιότητα αυτή επέβαλε άλλωστε και τη διεξοδικότερη ανάλυση όψεων του συστήματος από τις οποίες προκύπτουν οι μεταβλητές για την αποδόμησή τους, έναντι άλλων που καλύπτονται στην παρούσα εργασία μόνο για την επίτευξη σχετικής ισορροπίας. Ειδικά για τα ΑΛ η παντελής απουσία σχετικών γλωσσολογικών εργασιών καθιστά την από το μηδέν περιγραφή και ανάλυση των γλωσσικών επιπέδων αναγκαία όχι μόνο για τον γενικό τυπολογικό εντοπισμό του ιδιώματος αυτού σε σχέση με τα υπόλοιπα αρβανίτικα ιδιώματα της Ελλάδας αλλά και ως έμμεση απάντηση για το ερώτημα της αρχαΐκότητας ή νεωτερικότητας του συστήματος αυτού και άρα για το ερώτημα της ιστορικής παρουσίας του αλβανικού στοιχείου στην υπό εξέταση περιοχή. Αλλά και για τα τσακώνικα η περιγραφή του συστήματος πρόσφερε για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας διπλή υπηρεσία: αφενός οδήγησε στον καταρτισμό ενός ολοκληρωμένου πλαισίου αναφοράς για τη μελέτη όλων των φαινομένων της συρρίκνωσης (ειδικά σε σχέση με τα ΒΤ και τα ΤΠ, για τα οποία δεν έχει γραφεί παρά μια σύντομη γραμματική το 1951 από τον Κωστάκη και άλλα μικρότερα και αποσπασματικού χαρακτήρα έργα από τον ίδιο) και αφετέρου αποτέλεσε εκσυγχρονισμένο οδηγό αντιπαραθετικής εξέτασης των τριών σημερινών ιδιωμάτων (των ΒΤ, των ΝΤ και των ΤΠ) και μεταξύ τους αλλά και με τα συστήματα που είχαν περιγραφεί από πρωτοπόρους τσακωνολόγους μελετητές του 19ου (π.χ. Deffner) και των αρχών του 20ού
αιώνα (π.χ. Pernot). Με αυτόν τον τρόπο έγινε ευκολότερη και πιο πρόσφορη η γλωσσολογική ματιά στη διαχρονία των γλωσσικών επαφών1 στη γωνιά αυτή της Πελοποννήσου και η εξεύρεση των σπερμάτων της γλωσσικής αλλαγής και συρρίκνωσης. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί, όπως γίνεται σαφές και στο κεφ. 4.1 της περιγραφής του ιστορικογεωγραφικού πλαισίου, ότι μια ολοκληρωμένη μελέτη της διαχρονίας των γλωσσικών επαφών και της παρεπόμενης υποχώρησης των αρβανίτικων και των τσακώνικων στην περιοχή θα περιελάμβανε και τη μελέτη της μεταξύ τους επαφής (και της συρρίκνωσης ως προϊόντος της επαφής αυτής). Η σχεδόν ολοκληρωτική όμως έλλειψη σχετικών στοιχείων με αναγκάζει, πέρα από μια σύντομη ανάλυση του υπάρχοντος υλικού στο κεφ. 4.1 (= γλωσσικά κατάλοιπα /
τοπωνύμια, ιστορικές και λαογραφικές πηγές, μαρτυρίες των ομιλητών /-τριών) να περιοριστώ στη διαχρονική μελέτη της συρρίκνωσης των επιμέρους συστημάτων μέσω της επαφής του καθενός με την κοινή νεοελληνική. Το υλικό αυτό πάντως αφενός πείθει ότι τα αρβανίτικα μιλιούνται σήμερα εκεί που παλαιότερα μιλιούνταν τσακώνικα, υπήρξε δηλαδή επικάλυψη των δεύτερων από τα πρώτα, και αφετέρου κάνει δόκιμη την ειδική υπόθεση ότι σε μια ενδιάμεση ζώνη εντοπίζονταν τρίγλωσσοι πληθυσμοί (στα ελληνικά, στα τσακώνικαι και στα αρβανίτικα), στην οποία όμως σήμερα μιλιούνται μόνο τα ελληνικά. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί η υποχώρηση των δύο ασθενών ποικιλιών προηγήθηκε σε αυτήν την ενδιάμεση ζώνη και είναι έξω από τους στόχους της εργασίας και δεν μπορεί να απαντηθεί με το διαθέσιμο υλικό.
Η ανάλυση των τριών μερών που ορίστηκαν παραπάνω απαιτεί τον συνδυασμό της εμπειρικής κοινωνιογλωσσολογίας του λαμπόβειου υποδείγματος με τους νεοσύστατους
επιστημονικούς κλάδους της κοινωνικής ψυχολογίας της γλώσσας (social psychology of language· Robinson 1972· Giles & Robinson 1990· για τον συσχετισμό της με την γλωσσολογία των επαφών, βλ. Liebkind 1996, 41-8) και της γεωγραφίας της γλώσσας / γεωγλωσσολογίας (geography of language, geolinguistics· Williams 1988· για τον συσχετισμό της με τη γλωσσολογία των επαφών, βλ. Williams 1996, 63-75). Με άλλα λόγια για την εργασία αυτή είναι κρίσιμη α) η έννοια “εθνογλωσσική ταυτότητα” (ethnolinguistic identity, βλ. την εξέταση του όρου στο κεφ. 5, όπου συζητούνται η σύνδεση της τοπικής γλώσσας με την τοπική ταυτότητα και οι δυνατότητες της συμβολικής / εμβληματικής ανάδυσης της γλώσσας ή επιμέρους στοιχείων της ως ενδεικτών ταυτοτήτων) και β) η κατανομή των
γλωσσών στον χώρο και τον χρόνο (βλ. το κεφ. 4, όπου γίνεται αναφορά σε ζητήματα διαλεκτικού διαχωρισμού, ζωνών επαφής και πυρήνων γλωσσικής διατήρησης / χρήσης και αποκαλύπτεται έτσι ο δυναμικός χαρακτήρας των υπό εξέταση ποικιλιών).
Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι παρά τις διεπιστημονικές της συνδρομές η εργασία αυτή διατηρεί τον γλωσσολογικό της χαρακτήρα και ενσωματώνει ή/και εφαρμόζει τα τελευταία πορίσματα της τυπολογικής έρευνας για την νεοελληνική διαλεκτολογία (Τζιτζιλής, Νεοελλ. Διάλ. και Τζιτζιλής, Τσακών.· για το θεωρητικό πλαίσιο της τυπολογικής διαλεκτολογίας, βλ. Κοrtmann 2004, 1-10· Βisang 2004, 11-46) και κατ’ επέκταση για την αλβανική διαλεκτολογία.
Μέσα από αυτό το πρίσμα η παρούσα εργασία εκτείνεται πέρα και πάνω από την αυστηρή κλασική διχοτόμηση διαχρονία – συγχρονία, στον βαθμό που σε προφορικές μη κωδικοποιημένες ποικιλίες, όπως τα αρβανίτικα και τα τσακώνικα, τα συντηρητικά χαρακτηριστικά προηγούμενων γλωσσικών περιόδων υπάρχουν παράλληλα με προϊούσες γλωσσικές αλλαγές, αποκλίσεις, απλοποιήσεις που τη σπερματική τους ανάδυση, και κατόπιν διάδοση και γενίκευση επιχειρώ να περιγράψω.
Η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής βασίστηκε στη μακρά ιστορική, κοινωνική, πολιτιστική και γλωσσική της παράδοση (παράδοση που ενισχύεται, αν δεχτούμε την ύπαρξη ενός βαθύτερου ενοποιητικού παράγοντα του τσακώνικου υποστρώματος). Η παρουσία στο ίδιο χρονολογικό (τουλάχιστον για τους έξι τελευταίους αιώνες), τοπογραφικό (στις βόρειες, ανατολικές και νότιες υπώρειες του Πάρνωνα) και κοινωνιογλωσσικό (διγλωσσία1 με γλώσσα στόχο την ελληνική) πλαίσιο πληθυσμών, που οι τοπικές τους γλώσσες αποτελούν παράδειγμα μιας αυτοστεγαζόμενης ποικιλίας (των τσακώνικων) και μιας ετεροστεγαζόμενης (των αρβανίτικων· για τους όρους βλ. Τζιτζιλής, 1999-2000), και βρίσκονται σε συνθήκες γλωσσικού ανταγωνισμού (languages in competition· βλ. Wardaugh 1987) με την οροφική
ελληνική, καθιστά τους πληθυσμούς αυτούς ένα πολύ καλό γλωσσολογικό εργαστήριο: προσφέρονται για τη συγκριτική εξέταση των φαινομένων του γλωσσικού θανάτου σε σχέση με την αποδιαλεκτοποίηση και για την εξεύρεση τυχόν διαφοροποιήσεων της δεύτερης διαδικασίας στο πλαίσιο του θεωρητικού μοντέλου που περιγράφηκε παραπάνω και ειδικά στο επίπεδο των δομικών συνεπειών.
Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η τσακωνική δεν εντάσσεται αυτονόητα κάτω από τον τίτλο αυτοστεγαζόμενη ποικιλία· ακριβέστερος θα ήταν ο χαρακτηρισμός της ως ιδιαίτερης υποπερίπτωσης ή ειδικής μορφής αυτοστεγαζόμενης ποικιλίας, στον βαθμό που παρουσιάζει ομοιότητες με τα αρβανίτικα ως προς τη σχέση τους με την κοινή (π.χ. έλλειψη αμοιβαίας κατανοησιμότητας). Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια απομακρυσμένη διάλεκτο (πολύ περισσότερο, για παράδειγμα, από ό,τι τα βόρεια ή τα πελοποννησιακά ιδιώματα συγκρινόμενα με την κοινή νεοελληνική· για τη χρήση του όρου διάλεκτος ως
προσδιοριστικού της τσακωνικής στο πλαίσιο της εργασίας αλλά και ως αυτοπροσδιοριστικού όρου από τα ίδια τα μέλη των κοινοτήτων, βλ. 3.1. και κεφ. 5). Οι νεωτερισμοί που τη χαρακτηρίζουν αλλά και τα αρχαϊκά στοιχεία που διατηρεί είναι πολύ περισσότερα από όσα χωρίζουν κατά μέσο όρο την κοινή νεοελληνική από τις διαλέκτους της και μόνο μετά από μία ενδιάμεση φάση προσέγγισης των τσακώνικων με τα ελληνικά, για την οποία είναι υπεύθυνα τα άτομα με περιορισμένη γνώση της νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για ομοιότητες στις διαδικασίες που διέπουν τη συρρίκνωσης της τσακωνικής με τις διαδικασίες που καθορίζουν την αποδιαλεκτοποίηση των υπόλοιπων γενετικά συγγενών συστημάτων της ελληνικής σήμερα (πρβ. Τζιτζιλής, Νεοελλ. Διάλ.· 2000, 19-20). Ακριβώς αυτή η ειδική της σχέση με τον κυρίαρχο κώδικα είναι που την καθιστά πολύτιμη για τις ανάγκες της εργασίας αυτής και οδηγεί στη διατύπωση συγκεκριμένων υποθέσεων.
Έτσι, η εισαγωγική υπόθεση εργασίας που ελέγχω είναι ότι οι δύο γλωσσικές ποικιλίες, τα τσακώνικα και τα αρβανίτικα, αποτελούν καταρχήν γλωσσικά συστήματα υπό συρρίκνωση. Η υπόθεση αυτή θα ελεγχθεί α) στη βάση της μετεξέλιξης του εξωγλωσσικού πλαίσιου από ουδέτερο ή και θετικό για τη γλωσσική διατήρηση (π.χ. η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής, η αυτάρκης οικονομία της κτλ.) σε εχθρικό· β) μέσα από την επιβεβαίωση της παρεπόμενης αλλαγής της στάσης των ομιλητών /-τριών απέναντι στους εαυτούς τους και στις τοπικές γλώσσες καθώς και της μείωσης της λειτουργικότητάς τους· γ) μέσα από την επιβεβαίωση σε επίπεδο δομής (π.χ. απλοποίηση και μείωση γλωσσικών χαρακτηριστικών ως την τελική γλωσσική αντικατάσταση) του αντίκτυπου στη γλώσσα των δύο παραπάνω διαστάσεων.
Η επιβεβαίωση της πρώτης υπόθεσης θα οδηγήσει στη διατύπωση και στον έλεγχο της δεύτερης και βάσικης υπόθεσης, που αποτελεί και τον θεματικό άξονα που διατρέχει τη διατριβή ενοποιώντας έτσι τα επιμέρους κεφάλαια και που προκύπτει από την επιδίωξη στη συγκεκριμένη εργασία να επεκταθεί το όντως επιτυχημένο και λειτουργικό μοντέλο του Sasse σε μία διάλεκτο με τα ειδικά χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν: κατά πόσο είναι δυνατόν στις δύο γλωσσικές κοινότητες που εκτίθενται σε ένα σύνολο εξωγλωσσικών μεταβλητών και εμφανίζουν συγκεκριμένες γλωσσικές συμπεριφορές, αν οι μεταβλητές και οι συμπεριφορές αυτές δειχθεί ότι είναι κοινές, να προκύψουν διαφορετικές δομικές συνέπειες / ενδογλωσσικές αλλαγές που μπορούν να ερμηνευθούν στη βάση της ύπαρξης γενετικής / ιστορικής συγγένειας της μιας (των τσακώνικων) και της απουσίας γενετικής / ιστορικής συγγένειας της άλλης (των αρβανίτικων) με την ελληνική. Με άλλα λόγια, αν διαπιστωθεί διαφορετικός βαθμός, ρυθμός, ή “ποιότητα” γλωσσικής συρρίκνωσης στα δύο συστήματα, μπορεί αυτό να αποδοθεί (και) στα ίδια τα εμπλεκόμενα συστήματα και στη σχέση τους με την κοινή νεοελληνική; Αν συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι έχουμε εμπειρικά δεδομένα που δεν καλύπτονται από το προαναφερθέν θεωρητικό μοντέλο, το οποίο προϋποθέτει την αιτιακή σχέση των τριών επιπέδων με τη φορά: ΕΠ → ΓΣ → ΔΣ. Οι διαφορές των δύο πρώτων σταδίων, που οδηγούν σε διαφορές στο τρίτο, έχουν μέχρι σήμερα παρατηρηθεί στη σχετική έρευνα (για παράδειγμα το διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο στην Ιταλία, που ευνοεί ιστορικά τον τοπικισμό, έχει βοηθήσει στη διατήρηση πολλών προφορικών διαλέκτων ανάμεσα στις οποίες και τα κατωιταλικά σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η ομογενοποιητική πολιτική παράδοση επιτάχυνε την εξαφάνιση των αρβανίτικων). Είναι όμως η πρώτη φορά που γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθούν διαφοροποιήσεις σε γλωσσικό πλαίσιο που, αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχουν, πρέπει να οφείλονται στη διαφορά γενετικής σχέσης των συγκρινόμενων απειλούμενων συστημάτων με την επικυρίαρχη γλώσσα. Αλλά ακόμη και αν η υπόθεση διαψευστεί είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να περιγραφεί η αποδιαλεκτοποίηση με όρους της κοινωνιογλωσσολογίας του γλωσσικού θανάτου.
Παράλληλα ειδικότερες υποθέσεις εργασίας, όπως ότι η αντοχή ή η κατάρρευση φωνολογικών, μορφολογικών και συντακτικών στοιχείων δεν εξαρτάται πάντα από ενδογλωσσικούς (π.χ. τη λειτουργικότητά τους στο σύστημα) ή διαγλωσσικούς παράγοντες (π.χ. τη στήριξή τους από την γλώσσα-στόχο) αλλά πρέπει να ελέγχονται επίσης με βάση το “κοινωνικό τους φορτίο” ή το συμβολικό / ιδεολογικό περιεχόμενο που μπορεί να φέρουν, εξετάζονται στα οικεία κεφάλαια.
Επομένως σκοπός της διατριβής είναι να συμβάλει στην κατανόηση του γενικότερου φαινομένου του γλωσσικού θανάτου, παρέχοντας εμπειρικά δεδομένα που βοηθούν στη διατύπωση γενικεύσεων και στην κατασκευή ενός περιεκτικότερου θεωρητικού μοντέλου με μεγαλύτερη ερμηνευτική ισχύ, στον βαθμό που περιλαμβάνει δεδομένα για τη λειτουργική και δομική συρρίκνωση ποικιλιών που έχουν στενή ιστορική σχέση με τις ισχυρές ανταγωνιστικές ποικιλίες. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο προθέσεων εγκιβωτίστηκε και ο στόχος της συμβολής στην νεοελληνική και αλβανική διαλεκτολογία μέσω της περιγραφής αντίστοιχα των τσακώνικων και των αρβανίτικων της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου.
Στο κεφάλαιο που ακολουθεί γίνεται λόγος για τα μεθοδολογικά εργαλεία που επιλέχθηκαν για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Νίκος Λιόσης