Στοιχεία Έκδοσης
- Έτος: 1979
- Τίτλος: Βάτικα και Χαβουτσί Τα Τσακωνοχώρια της Προποντίδας
- Εκδόσεις: Κέντρο Μικριασιατικών Σπουδών
- Συγγραφέας: Θανάσης Π. Κωστάκης
- Σελ.: 424
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση του δικαιώματος ανάρτησης από τις Εκδόσεις του Κέντρου Μικριασιατικών Σπουδών.
Συνοπτικά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στήν εισαγωγή μας στη «Σύντομη γραμματική της τσακωνικής διαλέκτου» σημειώνονται οί πρώτες μας προσπάθειες για την ανεύρεση των προσφύγων από τα δύο τσακωνοχώρια της Προποντίδας.
Μετά την πρώτη επαφή με τους λίγους αυτούς Τσάκωνες, πού είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και στη Ν. Αρτάκη της Ευβοίας, ή προσπάθεια για την ανακάλυψη και των υπόλοιπων ήταν εύκολη. Και ήταν, ευτυχώς, ακόμη καιρός ν’ αρχίσει ή ερευνά, πράγμα πού δε μπορούμε πια να το πούμε για σήμερα. Έχουν περάσει 57 χρόνια από τη χρονιά του ξεσηκωμού τους, και στα 57 αυτά χρόνια οί παλιότεροι, αυτοί πού ήταν σε θέση να δώσουν πληροφορίες, έπαψαν να υπάρχουν.
Ό αρχικός σκοπός, όταν ήρθαμε σ’ επαφή με τους πρόσφυγες Τσάκωνες, ήταν να συγκεντρώσαμε το γλωσσικό υλικό, όπως το βρήκαμε στους ηλικιωμένους. Αυτό χρειαζόταν, για το Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (της Ακαδημίας Αθηνών), όπως και για το Λεξικό της Τσακωνικής πού ετοιμάζομε.
Από την πρώτη μας, ωστόσο, επαφή με τους ανθρώπους αυτούς, διαπιστώσαμε πώς το ενδιαφέρον πού παρουσίαζαν τα δύο χωριά δεν περιοριζόταν μόνο στη διάλεκτο. Ενώ ή ταυτότητα της γλώσσας με τα υπόλοιπα Τσακώνικα γινόταν αμέσως φανερή – σε ορισμένα σημεία παρουσιαζόταν εδώ συντηρητικότερη, στις άλλες εκδηλώσεις φαίνονταν καθαρά οί διαφορές τους. Αποδειχνόταν, έτσι, ότι και εδώ – όπως και στην άλλη Τσακωνιά – ή συντηρητικότερη από τις παραδοσιακές εκδηλώσεις των ανθρώπων ήταν ή γλώσσα. Σέ αλλά κεφάλαια ή ξένη επίδραση φαινόταν εντυπωσιακή, συχνά μάλιστα συναντά κανείς αυτούσιες μεταφορές τέτοιων εκδηλώσεων – Ιδιαίτερα στο κεφ. Λατρεία – από γύρο ή μακρινότερες περιοχές.
Και κάτι ακόμη: Διαπιστώσαμε σημαντική διαφορά ανάμεσα και στα δύο χωριά. Διαφορά, π.χ., στη γλώσσα – στη φωνητική, στο λεξιλόγιο αλλά και στην παρουσία της γενικότερα. Στή φωνητική είναι χαρακτηριστική ή πτώση του λ πριν από τα α,ο,ου, στα Βάτικα, ενώ διατηρείται στο Χαβουτσί, χωρίς ωστόσο ο κανόνας να είναι απαράβατος. “Αν το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε εξωτερικούς λόγους, όπως πιστεύομε, τότε πρέπει να δεχτούμε πώς οί Χαβουτσιώτες δέχτηκαν περισσότερες ξένες επιδράσεις, μ’δλο πού θα περίμενε κανείς το αντίθετο, αφού το δεύτερο χωριό – τα Βάτικα – βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, πράγμα πού σημαίνει περισσότερην επικοινωνία με τους γύρω. Έκτος αν ή διαφορά αυτή υπήρχε, όταν οι Τσάκωνες εγκαταστάθηκαν στην Προποντίδα, όπως υπάρχει και στην Τσακωνιά της Πελοποννήσου, πράγμα εξίσου πιθανό. Και σε αλλά όμως κεφάλαια ή εξωτερική επίδραση στα δύο χωριά είναι άνιση, στοιχεία ξένα πού βρίσκαμε στο ένα, δεν τα συναντούμε στο άλλο. Αυτός είναι ό λόγος για τον όποιο υποχρεωθήκαμε να το σημειώσαμε ρητά, όταν μια εκδήλωση παρουσιαζόταν μόνο στο ένα από τα δύο χωριά. Αυτό σημαίνουν το Χ (= Χαβουτσϊ) και το Β (= Βάτικα). διαπιστώνεται λοιπόν στα δύο τσακωνοχώρια το αντίθετο από ό,τι συναντούμε σε άλλες περιοχές του Ελληνισμού πού βρέθηκαν στην Τουρκική επικράτεια: Στις περιοχές της Καππαδοκίας, π.χ., ακόμη και εκεί πού τα Ελληνικά είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στην κρατική γλώσσα, ακόμη κ’ εκεί οί κάτοικοι κράτησαν μακριά από ξένες επιδράσεις, όσο αυτό ήταν δυνατό, τις παραδοσιακές τους εκδηλώσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη Θρησκεία.
Ό λόγος της διαφοράς αυτής είναι απλός: Αντίθετα από ό,τι γινόταν στις μακρινές εκείνες περιοχές, στα δύο χωριά μας το περιβάλλον διέφερε μόνο στη γλώσσα, κατά τα άλλα στηριζόταν στις ίδιες μ’ αυτά παραδόσεις, είχε τις ίδιες ρίζες πολιτισμού. Ή προσχώρηση επομένως των λίγων στους πολλούς, ενώ ήταν αναπόφευκτη, ήταν συγχρόνως και εθνικά ακίνδυνη.
Ή προσπάθεια για τη συγκέντρωση του λαογραφικού υλικού γινόταν σύγχρονα με τη συγκέντρωση του γλωσσικού. Το διάλογο, τη συζήτηση για τη συγκέντρωση του κάθε λογής υλικού, δε μπορεί να τα αντικαταστήσει, νομίζαμε, ούτε το λεπτομερέστερο ερωτηματολόγιο.
Από τους πρόσφυγες των δύο χωριών οί Βατικιώτες βρίσκονται κυρίως στα Σέρβια και οί Χαβουτσιώτες στο Χιονάτο, κοντά στα Αλβανικά σύνορα, έπειτα από προσωρινή εγκατάσταση, όλων μαζί, πού κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο, στο Αίγιο.
Ή πρώτη μας αποστολή στο Χιονάτο έγινε με την ενίσχυση του Μπάγκειου κληροδοτήματος, χάρη στο ενδιαφέρον του προέδρου του κ. Φ. Δραγούμη, τον όποιο και από τη θέση αυτή ευχαριστούμε θερμά. Την επόμενη την ανάλαβε ή Ακαδημία Αθηνών, πού το γλωσσικό υλικό χρειαζόταν για τη σύνταξη του Λεξικού της Νέας Ελληνικής. Κάναμε όμως και με προσωπική μας δαπάνη αρκετές ακόμη επισκέψεις στα δύο χωριά, όπως και στη Χαλκιδική, επισκέψεις πού τις έκανε απαραίτητες κάθε τόσο ή πρόοδος της δουλειάς. Στήν τελευταία μας επίσκεψη στα Σέρβια ελέγξαμε με τους πληροφορητές μας το κείμενο μας στην τελική του μορφή.
Οί επιδράσεις τις όποιες σημειώσαμε παραπάνω οφείλονται στο γεγονός ότι τα δύο χωριά διατηρούσαν πολλές επαφές με τα γύρω αστικά κέντρα άλλα και με τα νησιά του Μαρμαρά, ακόμη και με τη Θράκη, για λόγους πού σημειώναμε στα επόμενα κεφάλαια, και οί επιδράσεις επομένως των περιοχών αυτών στη ζωή των δύο χωριών ήταν συνέπεια αναπόφευκτη. Μόνο πού, όπως σημειώσαμε, δεν είναι συνηθισμένη ή περίπτωση να φτάνουν οι επιδράσεις αυτές ως την τελική εξαφάνιση ντόπιων παραδοσιακών στοιχείων. Εξαίρεση αποτελούν οί περιπτώσεις, όπου τα στοιχεία αυτά υπήρχαν και στην Πελοποννησιακή Τσακωνιά, αλλά συναντιούνται και σε ευρύτερη περιοχή, γεγονός πού δεν επιτρέπει να τα θεωρήσαμε, ούτε αυτά, σαν παλιότερη κληρονομιά από την παλιά τους πατρίδα. Τα κεφάλαια πού ακολουθούν, όπως και οι συχνές παραπομπές σε εργασίες πού αναφέρονται στις έξωτσακωνικές αυτές περιοχές, θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να επαληθεύσει αυτή μας τη διαπίστωση.
Ή συγκέντρωση του υλικού απαιτούσε προσοχή και για έναν ακόμη λόγο: Για να μην περιληφθούν σ’ αυτό νεότερα στοιχεία, ξένα προς τις τσακωνικές παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπως αυτές είχαν έρθει από την Προποντίδα, να αποφευχθεί δηλαδή νέα ανάμιξη με στοιχεία πού ήταν επόμενο να προστεθούν μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στις σημερινές τους πατρίδες. Ύστερα από συμβίωση, πού κράτησε δύο περίπου γενεές, με πρόσφυγες άλλων περιοχών ή με ντόπιους, ήταν φυσικό να προκύψει νέο ανακάτεμα, μετά το πρώτο στην παλιά τους πατρίδα. Το υλικό όμως που συγκεντρώναμε έπρεπε να δείχνει τη ζωή των δύο χωριών στα 1922, ανεξάρτητα αν και τότε είχαν προχωρήσει οί ξένες επιδράσεις. Την ερευνά ενδιέφερε ό,τι είχαν φέρει μαζί τους οί πρόσφυγες εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα να προχωρήσει σε παλιότερα χρόνια ή να ξεχωρίσει τις παλιότερες ξένες επιδράσεις σ’ αυτούς. Τα αποτελέσματα της νέας επιμειξίας θα μπορούσαν να εξεταστούν σε ιδιαίτερη εργασία.
Το ίδιο πρόβλημα, παρουσιάστηκε και στη συγκέντρωση και καταγραφή των γλωσσικών στοιχείων, φυσικά και των λίγων πού βρίσκονται σκόρπια μέσα στο κείμενο. 77 αλλαγή πού παρουσίασε ή γλώσσα στο διάστημα πού μεσολάβησε από τις πρώτες ως τις τελευταίες μας επισκέψεις στους τόπους εγκατάστασης των προσφύγων – από τα 1945 περίπου ως τα 1977 -, είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Σέ άλλες μας εργασίες έγινε λόγος και στο Λεξικό της Τσακωνικής θα φάνουν καθαρά οί εξελικτικές αυτές διαφορές στη γλώσσα των δύο χωριών. Αν αναφέρομε το πράγμα εδώ, είναι για να δικαιολογηθούν οί διπλοτυπίες – κάποτε και πολυτυπίες – πού θα διαπιστώσει ό αναγνώστης στα διαλεκτικά στοιχεία πού θα συναντήσει στο κείμενο.
Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά, κυρίως στη φωνητική, πού σημειώσαμε στις πρώτες μας επισκέψεις — συνίζηση του ία σε α, δασύτητα των άφωνων στιγμιαίων κ,π,τ, μερική κώφωση του ω, ρωτακισμός κτλ.- είχαν εξαφανιστεί ή μειωθεί στο ελάχιστο κατά τις τελευταίες μας επισκέψεις.
Αντίθετα από ό,τι διαπιστώνεται για τις ξενόφερτες, Ελληνικές όμως, επιδράσεις στη ζωή των δύο χωριών, τα τουρκικά στοιχεία στη γλώσσα τους είναι – αν υπολογίσαμε τις συνθήκες της διαβίωσης τους – ελάχιστα, και, όπως μερικοί μόνο άπ’ αυτούς ήταν σε θέση να μιλήσουν καλά τα τούρκικα, βρίσκονται αρκετά αλλοιωμένα.
Στήν ερμηνεία των τούρκικων αυτών λέξεων και στη σωστή τους καταγραφή βρήκαμε πρόθυμη συμπαράσταση από το συνεργάτη μας στο Κ.Μ.Σ. κ. Έρμόλαο Ανδρεάδη και το φίλο διευθυντή της βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών κ. Ίορδ. Παμπούκη, ενώ τη μεταγραφή, από τη μαγνητοταινία στο πεντάγραμμο, των δύο τραγουδιών πού περιέχονται στην εργασία μας, τη χρωστούμε στο φίλο μουσικολόγο και επίσης συνεργάτη στο Κ.Μ.Σ. κ. Μάρκο Λραγούμη, στον όποιο ανήκει και ή μια από τις δύο παραλλαγές του ενός τραγουδιοΰ. Ό χάρτης, τέλος, της περιοχής των δύο χωριών, πού βρίσκεται στο βιβλίο, είναι δουλειά των συνεργατών μας στο Κ.Μ.Σ. κ.κ. Στρατή Σταμπουλόγλου και Σταύρου Οικονόμου. Όλους τους συνεργάτες και φίλους μας αυτούς ευχαριστούμε Θερμά και από τη Θέση αυτή.
Θερμά επίσης ευχαριστούμε το διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών για την καλοσύνη πού είχε ν’ αναλάβει τη δαπάνη της εκτύπωσης και να περιλάβει και την εργασία μας αυτή στη σειρά, των εκδόσεων του Κέντρου, όπως το επιθυμούσαν ή αγαπητή ιδρύτρια και διευθύντρια κ. Μέλπω Merlier – Λογοθέτη και ό αξέχαστος φίλος Octave Merlier
Θαν. Π. Κωστάκης
Λέξεις κλειδιά: