Ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Τσακωνιάς είναι η τέχνη της υφαντικής. Πρόκειται για μία ενυπάρχουσα στην πολιτιστική παράδοση αλλά φθίνουσα τέχνη δημιουργίας κιλιμιών, πορτιερών, ταγαριών, διαδρόμων και άλλων. Η ιδιαίτερη λεπτότητα της τέχνης αποκαλύπτεται τόσο στη συμμετρία των σχεδίων όσο στη στερεότητα και αρμονικότητα των χρωμάτων. Πρωτοπόρα της τσακώνικης υφαντικής θεωρείται η Πολυξένη Δούνια (1841-1911), η οποία ύστερα από την επιστροφή της από το Αϊδίνιο της Μ. Ασίας εμφύσησε στις συμπατριώτισσές της τις γνώσεις σχεδιασμού και ύφανσης που η ίδια είχε λάβει. Η δραστηριότητα αυτή σύντομα έλαβε τη μορφή επαγγελματικής ενασχόλησης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της πρώτης βιοτεχνίας. Χρησιμοποιώντας 4 αργαλειούς και απασχολώντας περισσότερες από 20 γυναίκες υπαλλήλους, η τέχνη της υφαντικής εξελίχθηκε με ταχύ ρυθμό. Κάποια χρόνια αργότερα, εν έτει 1897, εγκαινιάζεται και η δεύτερη βιοτεχνία παραγωγής χαλιών από την Μαριγώ Μερικάκη. Εισάγοντας νέα σχέδια και χρώματα, η ίδια βραβεύτηκε σε διεθνείς εκθέσεις στην Αθήνα, τη Λιέγη και το Παρίσι. Αξίζει να αναφέρουμε πως στην έκθεση της Αθήνας, το βραβευμένο της κιλίμι απεικόνιζε την πτώση του ναύαρχου Νέλσον κατά τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (1805). Η αρτιότητα των μορφών σε συνδυασμό με την επιλογή των χρωμάτων προκάλεσε το θαυμασμό των παρισταμένων.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της τσακώνικης υφαντικής και των άλλων «σχολών» εκμάθησης εντοπίζεται στον τρόπο κατασκευής και τα μέσα. Πιο συγκεκριμένα, τα τσακώνικα υφαντά αποτελούν μονοκόμματους τάπητες οποιουδήποτε μεγέθους, οι οποίοι εμφανίζουν και στις δύο επιφάνειες την ίδια όψη. H τέχνη της τσακώνικης υφαντικής απαιτεί δεξιοτεχνία και ταλέντο, αφού η διαδικασία πραγματοποιείται διά των δακτύλων και δεν χρησιμοποιείται, ως είθισται, η σαΐτα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα ονόματα μερικών ανθρώπων που ασχολήθηκαν επισταμένως με την τέχνη των χαλιών κυρίως στο Λεωνίδιο: Παύλος Παπαγεωργίου, Ελένη Μ. Πήλιουρα (το Φεβρουάριο του 1953 βραβεύτηκε κιλίμι της), Βγενιά Γκιουζέλη (στο ισόγειο του Γηροκομείου), ΄Αννα Τσουκάτου-Κωσταρίνη, Μαριγώ Εμμ. Στόη, Αναστασούλα Μπουρνάκη, Θωμαή Καραχάλιου, Μεταξούλα Μανουσάκη-Σκουζέ, Μεταξία Δερνίκου, Ελένη Αρκούδη, Αθηνά Σαράντη- Αραπάκου, Κούλα Χιώτη – Τουρλή, Θωμαή Γολεγού-Σουκαλού, Ευαγγελία Ι. Γεωργίτση, Αγγελική Ι. Αργύρη, Θωμαή, Ευαγγελία, Άννα, Παναγιώτα και Μεταξία Σταύρου-Γουβιώτη, Θωμαή Αρτίκη, Ματίνα Προφύρη, Μεταξία Προφύρη, Ελένη Χιώτη, Γούλα Κανάκη- Καλτσούνη και Ματίνα Κοντού. Η Αργυρούλα Κοντολέου (γιαγιά του Παν. Ανδρούτσου-Κακαούζου) ήταν η πρώτη υφάντρια στον αργαλειό του πανιού. Την τέχνη αυτή συνέχισε η Κούλα Π. Χιώτη και η Θωμαή Φ. Βλάμη.
Στο Mon Repo, εξοχικό κέντρο δυτικά του Γυμναστηρίου, ύφαιναν η Σταματού Αν. Καραχάλιου, η Ελένη Αν. Καραχάλιου, η Αγγελική Αν. Καραχάλιου, , η Μαρία Ι. Τσίμπρου και η Ματούλα Γούσγουλα.
Περιζήτητα είναι τα σχέδια Τσούχλου, Αμερικάνικο, Κληματαριά, Πλακάκι, Χεράκια, Βυζαντινό, Περαστό, Ακτίνες, Δίσκος, Πανσές (πορτιέρα).