O Τσακώνικος χορός είναι ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο, που χαρακτηρίζεται από σπειροειδείς και φιδίσιους σχηματισμούς και αποτελεί στοιχείο-σύμβολο της πολιτισμικής ταυτότητας των Τσακώνων.
Είναι βαρύς και μεγαλοπρεπής χορός, που χαρακτηρίζεται από τους ντόπιους ως «ταπεινός», «σοβαρός», «αυστηρός», «λιτός» και «συγκρατημένος». Είναι ο χορός με τον οποίο κλείνουν τα γλέντια, είναι δηλαδή ο τελευταίος χορός, που χορεύεται από όλους με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια και «ιερότητα», δημιουργώντας σε όλους συγκίνηση και δέος. Οι επιδεικτικές φιγούρες και, γενικά, η χορευτική υπερβολή είναι αποδοκιμαστέες, γιατί παραβιάζουν τους χορευτικούς κώδικες και τον αυστηρό, μυσταγωγικό και τελετουργικό χαρακτήρα του.
Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, που είναι πιασμένοι αγκαζέ, πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον. Ο αριθμός των χορευτών μπορεί να ποικίλλει, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι πάνω από δεκαπέντε, για να φανούν τα σχήματα του χορού. Ο πρωτοχορευτής/τρια οδηγεί την ομάδα γυρίζοντας το κυκλικό σχηματισμό σε σπειροειδείς και οφιοειδείς σχηματισμούς.
Το γεωγραφικό κριτήριο θα δώσει την ονομασία «Τσακώνικος» στο χορό, μια τάση που έχει μακρά παράδοση όσον αφορά το χορό στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη όταν ξεχώρισε από το χορευτικό ρεπερτόριο της περιοχής , αποσπάστηκε από το τοπικό πλαίσιο και εντάχθηκε στο ρεπερτόριο των «εθνικών» χορών που διδάσκονταν στα Γυμνάσια της χώρας (Χείλαρη, 2009; 2012). Παλαιότερα και στην Τσακωνιά το τραγούδι έδινε την ονομασία στον χορό, με πιο συνηθισμένο το «Κινήσαν τα…» (από το τραγούδι «Κινήσαν τα τσανόπουλα και όλα τα τσακωνόπουλα»).
Από το πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό που αφορά τον Τσακώνικο χορό προκύπτει ότι οι περισσότεροι μελετητές έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους στην αρχαιοελληνική προέλευση του χορού και στη διατήρησή του μέχρι σήμερα. Ο Τσακώνικος χορός συνδυάζει αρκετά από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την «αύρα της καταγωγής» και τη σύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η σχετική επιλογή στηριζόταν σε μορφικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να συγκριθούν με αντίστοιχα αποσπασματικά ντοκουμέντα φιλολογικών ή άλλων αρχαιοελληνικών πηγών.
Οι «λαβυρινθιακοί σχηματισμοί» του χορού, δηλ. τα σχήματα που κάνει ο χορός στον χώρο, και ο αρχαιοελληνικός παιωνικός του ρυθμός των 5/4 και 5/8, σε συνδυασμό με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα (τσακώνικη διάλεκτο), κρίθηκαν από τους μελετητές ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό του ως «αρχαίου ελληνικού χορού». Οι ντόπιοι διανοούμενοι ήταν αρχικά αυτοί που ξεχώρισαν τον Τσακώνικο χορό, με βάση τον ρυθμό και τους σχηματισμούς του, αποσπώντας τον από τον τόπο του και προσδίδοντάς του την αίγλη της καταγωγής από την αρχαιότητα.