
Χείλαρη Α. (2015). «Όταν ο χορός χάνει τα τραγούδια του και τα τραγούδια το χορό τους. Η περίπτωση του «Τσακώνικου» χορού». Στα Πρακτικά του 5ου Πανελληνίου Συνεδρίου «Δημοτικό τραγούδι και Ιστορία», Καρδίτσα: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας- Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο Απόλλων Καρδίτσας»
Η κίνηση, η μουσική και η ποίηση συνιστούν αναπόσπαστα συστατικά της έννοιας του χορού στο πλαίσιο της Ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Και αυτή η αδιαίρετη ενότητα συμβάλλει ώστε ο χορός να αποτελεί ένα γόνιμο πεδίο για την ανίχνευση ιστορικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, αφού θεωρείται βέβαιο ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί επιφέρουν αντίστοιχα «αλυσιδωτές αντιδράσεις στο πολιτισμικό επίπεδο» (Βαρβούνης 1996:51). Χαρακτηριστικά ο Ν. Σαρρής (1999:49) αναφέρει ότι «οι χοροί και τα τραγούδια δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπυκνωμένη κοινωνική ιστορία, συμπυκνωμένη κοινωνική αισθητική, συμπυκνωμένη κοινωνική δράση, και αν θέλετε σε τελική ανάλυση, όλα έχουν ένα πολιτικό σημαινόμενο».
Η εισήγηση αυτή αναφέρεται στις μετασχηματιστικές διαδικασίες που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ονομαζόμενου σήμερα “Τσακώνικου” χορού συνυφασμένου με το γνωστό τραγούδι «Σου΄πα μάνα πάντρεψε με σπιτονοικοκύρεψε με…». Τα δεδομένα για την εργασία αυτή προέρχονται από αρχειακές πηγές αλλά και από επιτόπια έρευνα με συνεντεύξεις στην περιοχή της Τσακωνιάς.
Ο Τσακώνικος χορός είναι γνωστός στον ελληνικό χώρο εξαιτίας της ένταξής του στα σχολικά προγράμματα. Tα μορφικά χαρακτηριστικά του χορού, όπως το “λαβυρινθιακό σχήμα” και ο παιωνικός ρυθμός, σε συνδυασμό με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Τσακωνιάς, που παραπέμπει στην αρχαία δωρική διάλεκτο (Κωστάκης 1959) και την ιστορικότητα του τόπου, συνέβαλλαν στην ένταξή του στο “εθνικό” ρεπερτόριο και στην υποστήριξη και ενίσχυση της σύνδεσης με το αρχαιοελληνικό παρελθόν (Χείλαρη 2009). Είχε ενταχθεί αρχικά στο ρεπερτόριο των “εθνικών χορών” που διδάσκονταν στα Γυμνάσια της χώρας και σήμερα εμπεριέχεται στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στο σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄ και Δ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου (Χείλαρη 2012).
Μία περιήγηση στο διαδίκτυο αρκεί για να δείξει τη συμπερίληψή του στο ρεπερτόριο εκδηλώσεων των δημοτικών σχολείων και των διαφόρων χορευτικών συλλόγων στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό συνδεδεμένος πάντα με το τραγούδι «Σου‘πα μάνα πάντρεψε με…».
Αν και στην παραδοσιακή του εκδοχή έπαιρνε το όνομά του από τα αντίστοιχα συνοδευτικά τραγούδια, ο λεγόμενος σήμερα “Τσακώνικος” χορός χορευόταν από άντρες και γυναίκες και με λαβή αγκαζέ ώστε η χορευτική αλυσίδα εξαιτίας της τοποθέτησης των χορευτών πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο να δίνει την αίσθηση ενός αδιαπέραστου κλοιού. Ο πρωτοχορευτής/τρια οδηγεί την ομάδα γυρίζοντας τον κυκλικό σχηματισμό σε σπειροειδείς και οφιοειδείς σχηματισμούς. Ως χορευτική φόρμα αποτέλεσε και αποτελεί σύμβολο ιδιαίτερης ταυτότητας, που συσπειρώνει τους Τσάκωνες σε μια κοινή αίσθηση και έκφραση του συλλογικού «ανήκειν» (Χείλαρη 2009).
Η μετωνομασία του χορού σε “Τσακώνικο” γίνεται με βάση το γεωγραφικό εθνοτικό κριτήριο, – μια τάση που έχει μια μακρά παράδοση όσον αφορά το χορό στην Ελλάδα από τη στιγμή που έγινε η καταγραφή τους και από ξένους επιστήμονες (R. Holden and M. Vouras ) – μολονότι στην παραδοσιακή κοινωνία ήταν οι στίχοι του τραγουδιού, τα μουσικά ή χορολογικά συστατικά που έδιναν την ονομασία (Ζωγράφου 2003)[1]. Με την ένταξη του στο εθνικό ρεπερτόριο ο χορός αποσπάται από το τοπικό πλαίσιο (Χείλαρη 2009) και γίνεται πανελλήνια γνωστός συνδεόμενος με το τραγούδι:
Σου ’πα μάνα, καλή μου μάνα, πάντρεψέ με σπιτονοικοκύρεψέ με,
και στα ξένα μη με δώσεις, μάνα θα το μετανιώσεις.
Για στα ξένα, καλή μου μάνα, θα αρρωστήσω ποια μανούλα θα ζητήσω
Θα μιλήσω, καλή μου μάνα, θα μιλήσω στη κουνιάδα,
και στη πρώτη συνυφάδα.
Θα μου πούνε, καλή μου μάνα, θα μου πουν πως δεν αδειάζω,
και θα βαριαναστενάζω
Ή
Σου ’πα μάνα, πάντρεψε με σπιτονοικοκύρεψε με,
Γέρον άντρα μη μου δώσεις, τη ζωή μου να σκλαβώσεις,
γέρον άντρα μη μου δώσεις, κάλλιο να με θανατώσεις
Γιατί ο γέρος τα μετράει, την καρδιά μου δεν πονάει
Σύμφωνα με τον Π. Πιτσελά (2004-2005:457), το συγκεκριμένο τραγούδι αποτελεί το πιο πρόσφατο του Τσακώνικου χορού, αφού εμφανίστηκε γύρω στο 1917-1918 και μελοποιήθηκε το 1925 από τον Σ. Ιωαννίδη. Το συγκεκριμένο τραγούδι είχε μεγάλη απήχηση και έγινε αποδεκτό ακόμα και από τους ίδιους τους Τσάκωνες, μολονότι εξακολουθούσαν να μιλούν την τοπική τσακώνικη διάλεκτο, χορεύοντας το «δικό» τους χορό σε μία γλώσσα που κάποιοι δεν μιλούσαν.
Πρόκειται για ένα τραγούδι με το οποίο χόρευαν τον “Τσακώνικο” χορό οι νέες κοπέλες στις αρχές του 20ου αιώνα στις χοροεσπερίδες του Πειραιά και της Αθήνας. Διαβάζουμε στον τοπικό τύπο:
«…ο καθιερωθείς ετήσιος χορός της Αδελφότητας Κυνουριέων, …εσημείωσε και εφέτος μίαν θριαμβευτικήν, μίαν αφάνταστον επιτυχία […] Εκείνο όμως που εσκόρπισεν ένα ανεπιτήδευτο και ειλικρινή ενθουσιασμό ήταν ο Τσακώνικος χορός που χορεύτηκε ασύγκριτα από είκοσι λυγερές κόρες της θρυλικής Κυνουρίας, ντυμένες με τους γραφικούς κι ιστορικούς τζουμπέδες και που τον έσερνε ο υπέροχος μαέστρος των ελληνικών χορών κ. Χ. Σακελλαρίου. Από τη στιγμή αυτή η ατμόσφαιρα πάλλεται από ενθουσιασμό, του κοινού παρατεταμένα επευθυμούντος διαδοχικά τις όμορφες που τον σέρνουν…» (Κυνουρία, 15 Μαρτίου 1932, α.φ. 105.)
Και την επόμενη χρονιά:
«ο χορός του Ακταίου …αποτέλεσε και εφέτος το σημαντικώτερον κοσμικόν γεγονός των Κυνουριέων κατά την περίοδον των απόκρεω… Μεταξύ των άλλων, εχορεύθη με επιτυχίαν και ο Τσακώνικος χορός υπό είκοσι ωραίων δεσποινίδων με τας γραφικάς ενδυμασίας, ηγουμένου του κ. Ευαγ. Μαρινάκου φουστανελλοφόρου. Η είσοδος των θελκτικών αυτών δεσποινίδων προκάλεσεν αληθή φρενίτιδα ενθουσιασμού…» (Κυνουρία, 1 Μαρτίου 1933, α.φ. 128).
Εάν κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι επρόκειτο για ένα είδος νυφοπάζαρου διαβάζοντας τα παραπάνω αποσπάσματα, το περιεχόμενο του συγκεκριμένου τραγουδιού παραπέμπει στο ξενιτεμό και τον αποχωρισμό της κόρης από τη μάνα και τον τόπο της. Είναι δεδομένο ότι η ξενιτιά είχε σφραγίσει την Τσακωνιά όχι μόνο κατά τον 19ο αιώνα, με την μετάβαση για μια καλύτερη τύχη στην Αμερική, αλλά ιστορικές πηγές αναφέρουν μετοικεσίες Τσακώνων στην Κωνσταντινούπολη ακόμα και από τους μεσαιωνικούς χρόνους[2]. Μάλιστα μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Ορλωφικών, στα 1769-1770, πολλοί Τσάκωνες βρέθηκαν στα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Επίσης είχαν μεγάλη παρουσία στη Ρουμανία, τη Ρωσία και τη Μαύρη Θάλασσα[3]. Ήδη από το 1866 ιδρύεται στην Πόλη ο “Σύλλογος Λεωνιδέων η Πρόοδος” και το 1890 στον Πειραιά ο σύλλογος “Λεωνίδιον”. Ο Λάτσης (1997:141) επισημαίνει χαρακτηριστικά:
«Ο Πειραιεύς και αι Αθήναι, η Κωνσταντινούπολις συν πολλαίς της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πόλεσι, η Βραΐλα, Γαλάζιον, Κωνστάντζα, Κοράβια, και λοιπαί πόλεις της Ρουμανίας, αρκετά καλώς εγνώρισαν τον χαρακτήρα των Λεωνιδέων, οίτινες μικροί την ηλικία ξενιτευόμενοι…».
Και ο Λεκός (1920:16-17) συμπληρώνει:
«Χαρακτηριστικόν της φυλής, ως ελέχθη, είνε το φιλαπόδημον. Και κατά αρχάς μεν περιώριζαν τας αποδημίας των μέχρι των πλησίον πόλεων, Ναυπλίου, Ύδρας και Σπετσών. Συν τω χρόνω …εις Αίγιναν, Πειραιά, Αθήνας, Σύρον, Βόλον…Βραδύτερον δε, …ήρχισαν να αποδημώσι και εις το εξωτερικόν, Τουρκίαν, Βουλγαρίαν, Ρωσσίαν, Ρουμανίαν και αλλαχού ιδρύσαντες πανταχού ακμάζουσας Τσακωνικάς παροικίας. Εν Κωνσταντινούπολει μάλιστα, ένθα μετέβαινον και προ της Ελληνικής επαναστάσεως η Τσακωνική παροικία είνε ακμαιοτάτη και πολυαριθμοτάτη. Εσχάτως δε με το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής πολλοί Τσάκωνες μετέβησαν και εις Αμερικήν και εις αυτήν την Αυστραλίαν ακόμη. Επίσης και εν Αιγύπτω είνε εγκατεστημένοι προ πολλού ουκ ολίγοι…»
Οι Τσάκωνες, που όπως αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω αποσπάσματα ήταν διασκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου, συνήθιζαν να επιστρέφουν πίσω για να παντρευτούν γυναίκα από τον τόπο τους. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το «Τσακώνικο Ημερολόγιο» (1895) όπου ο Δ.Μ. Λάτσης σημειώνει:
«Εάν ο επιθυμών να εισέλθη εις γάμον κοινωνίαν, ήλθεν επίτηδες προς τούτο από την ξενιτειάν, συνοδεύεται εις τον πρώτον γινόμενον χορόν εν υπαίθρω κατά τας μεγάλας εορτάς του έαρος, υπό στενών συγγενών…και μετά περιέργων βλεμμάτων παρατηρούσι τας προς αυτών χορεύουσας νεανίδας…».
Και μετά το γάμο οι νιόπαντροι, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, αναχωρούσαν με τις ευχές των γονέων, οι οποίοι τους αποχαιρετούσαν δακρυσμένοι για τα ξένα, εκεί που ο γαμπρός είχε τη δουλειά του.
Το τραγούδι «Σου’ πα μάνα πάντρεψέ με…» είναι ιδιαίτερα αγαπητό γιατί αναφέρεται στην ξενιτιά και με δεδομένο ότι κάθε σπίτι της Τσακωνιάς είχε ξενιτεμένους είτε εντός Ελλάδας είτε στο εξωτερικό, δεν θα μπορούσε κάποιο άλλο τραγούδι της ξενιτιάς να αποτυπώσει καλύτερα τον αποχωρισμό της κόρης από τη μάνα. Πληροφορητής μου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κοίταξε, είναι το τραγούδι που έχει σημασία, τα λόγια. Που έχει σχέση με την ξενιτιά…». Ακόμα και σήμερα στα γλέντια των μεταναστών ο “Τσακώνικος” χορός, έχει σημαίνουσα θέση συνοδευόμενος πάντα με το συγκεκριμένο τραγούδι.
Ο Κ. Τσούχλος (1993) καταγράφει το τραγούδι στη συλλογή του ως εξής:
«Σου ’πα μάνα, πάντρεψε με σπιτονοικοκύρεψε με,
και στα ξένα μη με δώσεις, μάνα θα το μετανιώσεις,
για στα ξένα, καλή μου μάνα, θα αρρωστήσω
ποια μανούλα θα ζητήσω
Σου ’πα μάνα, πάντρεψε με σπιτονοικοκύρεψε με,
Γέρον άντρα μη μου δώσεις, τη ζωή μου να σκλαβώσεις,
γέρον άντρα μη μου δώσεις, κάλλιο ν με θανατώσεις
Γιατί ο γέρος τα μετράει, την καρδιά μου δεν πονάει»
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές έρχονταν από το εξωτερικό άντρες σε μεγάλη ηλικία και με μεγάλες περιουσίες, και παντρεύονταν μικρές κοπέλες. Χαρακτηριστικά πληροφορήτρια μου ανέφερε ότι η προγιαγιά της είχε σαράντα χρόνια διαφορά από τον προπάππο της, ο οποίος ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, χρηματιστής στο επάγγελμα, και παντρεύτηκε στο Λεωνίδιο.
Εκτός από το «Σου’ πα μάνα πάντρεψέ με…» στην Τσακωνιά σήμερα χορεύεται ο “Τσακώνικος” κυρίως με το τραγούδι «Κινήσαν τα τσανόπουλα και όλα τα τσακωνόπουλα…»[4] . Σύμφωνα με τις μαρτυρίες το τραγούδι αυτό είναι από τα παλαιότερα καταγραμμένα, και χρονολογείται κατά το τέλος του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα. Μαρτυρίες επίσης αναφέρουν ότι τραγουδήθηκε και χορεύτηκε στο δώμα της οικίας Χατζηπαναγιώτη στο χορό που έδωσαν οι Λεωνιδείς προς τιμήν της βασίλισσας Αμαλίας και του βασιλέως Όθωνα, το 1843, στο Λεωνίδιο (Ρουσάλη – Διατσίντου 2002, Πιτσελάς 2004-2005). Στην ίδια εκδήλωση τραγουδήθηκε και χορεύτηκε και το τραγούδι «Πάν’ στου Άη Λιά τη ράχη κάθεται ο Μαντάς και γράφει με λυχνάρι με φανάρια, με τρακόσα παλικάρια…». Το τραγούδι αυτό το συναντάμε κατά το τέλος του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου, έχει ιστορική αφετηρία και αναφέρεται στο Μαντά, ένα θρυλικό πρόσωπο της τσακώνικης κλεφτουριάς.
Διαπιστώνεται ότι και τα δύο τραγούδια με τα οποία χορεύτηκε ο “Τσακώνικος” χορός ήταν στην κοινή νεοελληνική γλώσσα και όχι στην τοπική διάλεκτο. Με αφετηρία το δεδομένο ότι η σχέση τοπικού και εθνικού είναι μια διαλεκτική διαδικασία και οι εκφραστές της χορευτικής κουλτούρας ως κοινωνικοί δρώντες διαχειρίζονται τα εθνικά προτάγματα για διάκριση και γόητρο με την υιοθέτηση ή αμφισβήτηση των συμβόλων του έθνους κράτους, στην προκειμένη περίπτωση η τοπική κοινωνία συναίνεσε στην υιοθέτηση του εθνικού προτάγματος και αποδέχτηκε την εθνική ιδεολογία στον τοπικό πολιτισμό, ενσωματώνοντας την κοινή νεοελληνική γλώσσα στον ιδιαίτερο τοπικό τους χορό.
Το τραγούδι «Απ’ την Πόλη κατεβαίνω σε περιβολάκι μπαίνω…» είναι των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε αγαπητό στους Τσάκωνες της Κων/λης, οι οποίοι και το τραγουδούσαν όταν έρχονταν να παντρευτούν στο Λεωνίδιο, ενώ το τραγούδι «Σήμερις βγήκα να χαρώ» δεν χορεύεται τόσο συχνά.
Επίσης χορεύονται ακόμα, όχι συχνά, και τα τραγούδια στην τσακώνικη διάλεκτο: « Α Μαρούα του Ποία εκατσούτε τα κουνία ..», «Έα πε-τσυρά Μαρούα, έα πέρα διμ’ τα χέρα, τσ’ άλε μι ναι καλημέρα..» και το «Απατζά τθο Μαρασία ζάκα τουσ’ απ’ τθαν ελία …» και τα οποία παρουσιάζονται σπανιότατα και από χορευτικά συγκροτήματα.
Συγκεκριμένα και με αναφορά στο τραγούδι «Α Μαρούα του Ποία εκατσούτε τα κουνία…» ο Θ. Κωστάκης επισημαίνει ότι πρόκειται για στιχούργημα του πατέρα του. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν, στα 1932, βρισκόμουν στο Παρίσι, για συνεργασία με τον Η. Ρernot σχετική με τα Τσακώνικα, ο Pernot μου ζήτησε τραγούδι στη διάλεκτο. Και επειδή εγώ δεν ήξερα κανένα, αφού εκτός από λίγα ολιγόστιχα…δεν υπήρχαν, μου ζήτησε να γράψω στο χωριό, και τότε ο πατέρας μου, αφού δεν υπήρχε άλλο, στιχούργησε το παραπάνω, που ο Pernot δημοσίευσε στην Introduction. Μόνο όταν επέστρεψα στο χωριό, έμαθα την ιστορία του τραγουδιού, που τραγουδιέται και χορεύεται τώρα (κάποιες φορές) κάποτε στο χωριό σαν μια ακόμη περίπτωση «δημοτικού τραγουδιού γνωστού ποιητή» (Κωστάκης 1994: 188).
Ωστόσο, όπως σημειώνει η Ρουσάλη – Διατσίντου (1971) χορεύονταν το τραγούδι στην τοπική διάλεκτο : «Φέγκη θα ζάου να παντρευτού ε μά θα τθά(ου) να φύτσου …», καθώς και τα «Στάζουν τα κεραμίδια σου μαύρα γλαρά ‘ναι τα φρύδια σου. Στάζει και η καρδούλα μου για μια γειτονοπούλα μου…» (μουσική καταγραφή Παπασπυρόπουλου 1931) και «Κάτω στ’ άγιο περιβόλι δάφνη με μυρτιά μαλώνει…». Αυτά τα τραγούδια που χορεύονταν κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα δεν τραγουδιούνται πλέον και κανείς δεν ξέρει γιατί ξεχάστηκαν.
Αν και ορισμένοι μελετητές ή συγγραφείς θεωρούν ότι υπάρχει δυσκολία στο “συνταίριασμα” και στην εναρμόνιση των κινήσεων και του ρυθμού του “Τσακώνικου” χορού με την τοπική διάλεκτο (Πετάκος, 2003) και ίσως γι’ αυτό το λόγο τα δείγματα τραγουδιών τσακώνικου χορού σε τσακώνικη διάλεκτο είναι ελάχιστα, τα τελευταία χρόνια τα καταγραμμένα εμπνευσμένα δείγματα τραγουδιών στα τσακώνικα από ταλαντούχους ντόπιους τραγουδιστές, που τα συνέταξαν μάλιστα με μεγάλη ευκολία (όπως ο Γ. Σταματόπουλος και ο Δ. Βλάμης) πείθει για το αντίθετο.
Σύμφωνα με τους πληροφορητές μου τα τραγούδια που συνόδευαν τον πολύ αγαπητό σ’ αυτούς “Τσακώνικο” χορό τραγουδιόνταν στην τσακώνικη διάλεκτο αλλά με την πάροδο του χρόνου και την εισαγωγή των νεόκοπων τραγουδιών δεν τα θυμούνται. Αυτή η πληροφορία διασταυρώνεται και από τα ερευνητικά δεδομένα του πρώην προέδρου του αρχείου Τσακωνιάς Π. Πιτσελά, όπως ο ίδιος με πληροφόρησε. Την ίδια άποψη εκφέρει και ο λαογράφος Δ. Χούπης (1983-1988, 1991), επισημαίνοντας ότι τα παλαιότερα χρόνια ο “Τσακώνικος” χορός συνοδευόταν από τραγούδια στην τοπική τσακώνικη διάλεκτο και μάλιστα υποστηρίζει ότι στην Καστάνιτσα και τη Σίταινα είχαν και τραγούδια στο δικό τους τσακώνικο ιδίωμα.
Ενδεχομένως τα τραγούδια στην νεοελληνική γλώσσα να διαμορφώθηκαν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Όθωνας επισκέφθηκε το Λεωνίδιο. Όπως σημειώνει ο Πετάκος: «η τσακόνικη γλώσσα , δηλαδή η γλώσσα με τους σταθερούς δωρισμούς, όφειλε να περιοριστεί μόνο στην εσωτερική τοπική εξυπηρέτηση των χορευτικών εκδηλώσεων και να παραχωρήσει τη θέση της στην κοινή Ελληνική για γλωσσικό διαβατήριο στον ευρύτερο Ελληνικό χορευτικό και γενικότερο πολιτιστικό χώρο. Επιπρόσθετα, και η συνεχώς κυριαρχικότερη διείσδυση της κοινής Νεοελληνικής[5] και στον επαρχιακό χώρο της Τσακωνιάς είχε σαν φυσική κι αναπόφευκτη συνέπεια να παραχθούν επιτόπου και πολλά χορευτικά τραγούδια στην κοινή Νεοελληνική ποιητική γλώσσα…» (Πετάκος 2004-2005: 349).
Εν κατακλείδι, ο θεσμός του γάμου και ο ξενιτεμός για μια καλύτερη τύχη σφράγισαν τη σύγχρονη ταυτότητα των Τσακώνων, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο περισσότερο ενδεικτικό τραγούδι τους που χαρακτήρισε και τη χορευτική τους ταυτότητα το «Σου’πα μάνα πάντρεψέ με…». Πρόκειται επίσης για ένα χορευτικό δημιούργημα, που υπήρξε το εισιτήριο για τη γνωστοποίηση και ανάδειξη της τσακώνικης χορευτικής ταυτότητας στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, καλώντας να στοχαστούμε για το πως ο χορός ως κίνηση, μουσική και ποίηση συνδέεται με το κοινωνικό και ιστορικό του πλαίσιο.
Βιβλιογραφία
Βαρβούνης, Μ. 1996. “Λαϊκά δρώμενα και τουρισμός: η περίπτωση του Καδή στη Σάμο”. Στο Λαϊκά Δρώμενα Παλιές μορφές και σύγχρονες εκφράσεις. Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Κομοτηνή 25-27 Νοεμβρίου 1994. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, σ.51-64
Βαγενάς Θ. 1971, Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου. Αθήνα
Ζωγράφου Μ. 2003, Ο χορός στην ελληνική παράδοση. Αθήνα: Αrtwork
Κυνουρία, 15 Μαρτίου 1932, α. φ. 105
Κυνουρία, 1 Μαρτίου 1933, α.φ. 128
Κωστάκης, Θ. 1959. «Τα Τσακώνικα. Η επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής». Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 3, σελ. 97-101.
Κωστάκης, Θ. 1994. «Από την λαογραφία της Τσακωνιάς. Ο χορός. Τα μουσικά όργανα. Τα τραγούδια». Αθήνα: Χρονικά των Τσακώνων, τόμος ΙΑ΄, σελ. 182-218.
Λάτσης Δ. 1895,Τσακώνικο Ημερολόγιο . Αθήνα: Π. Λεώνης
Λεκός Μ. 1920, Περί Τσακώνων και της Τσακώνικης Διαλέκτου. Αθήνα: Παπαπαύλου και Σία.
Πετάκος Χ. 1993, «Ο Τσακόνικος χορός». Εφημερίδα «Ειδήσεις» α.φ. 1795, 9/9/1993
Πετάκος Χ. 2003α, Ο Τσακόνικος χορός. Αθήνα.
Πετάκος Χ. 2003β, Τσακονιά. Αθήνα
Πετάκος, Χ. 2004-2005. «Θεραπεία στην Τσακόνικη γλωσσαλγία». Χρονικά των Τσακώνων, Αθήνα: Αρχείο Τσακωνιάς, τόμ. ΙΗ΄, σελ.301-356
Πιτσελάς Π. 2000, Περί Τσακώνων. Ιστορικογεωγραφικό και σημασιολογικό ποιόν. Αθήνα
Πιτσελάς, Π. 2004-2005. «Τραγούδια του Τσακώνικου χορού». Χρονικά των Τσακώνων. Πρακτικά Ε΄ Τσακώνικου Συνεδρίου. Τόμος ΙΗ΄. Αθήνα, σελ. 457-460
Ρουσάλη – Διατσίντου Σ. 1971, Λαογραφία Λεωνιδίου. Αθήνα
Ρουσάλη – Διατσίντου Σ. (2002). «Ο Βασιλεύς Όθων στο Λενίδι». Στα Χρονικά των Τσακώνων, τόμος ΙΣΤ΄, σελ. 63-64
Σαρρής, Ν. 1999. “Νοηματοδότηση και αξιοποίηση στοιχείων της παραδοσιακής κοινωνίας στην εποχή μας”. Στο Κ. Σαχινίδης (επιμ.) Παραδοσιακός χορός και λαϊκή δημιουργία. Αθήνα: Παπαζήση, σ. 41-54
Τσούχλος Κ. 1993, Λαογραφικά της Τσακωνιάς. Αθήνα
Χείλαρη Α. 2009, Τοπική και εθνική ταυτότητα σε κίνηση. Το παράδειγμα του “Τσακώνικου” χορού στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Μεταπτυχιακή διατριβή. Ε.Κ.Π.Α. – Τ.Ε.Φ.Α.Α.
Χείλαρη, Α. 2014. «Χορός και εθνική ταυτότητα: Το παράδειγμα της ένταξης του “Τσακώνικου” χορού στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα». Στα Πρακτικά του 4ου Συνεδρίου «Λαϊκός πολιτισμός και εκπαίδευση», Καρδίτσα 19-21 Οκτωβρίου 2012
Χούπης Δ. 1990, Τα παραλειπόμενα της Τσακωνιάς. Ανατύπωση από το βιβλίο Έτρου Ενάτθε, Αθήνα
Χούπης Δ. 1983-1988, Ιστορία και Λαογραφία της Καστάνιτσας. Αθήνα
Χούπης Δ. 1991, Ιστορικά και παραδόσεις της Σίταινας. Αθήνα
[1]
[1] Για την ονοματοθεσία των χορευτικών μορφών βλ. επίσης Ζωγράφου Μ.2008.Ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τη διαφοροποίηση: διαδικασίες συγκρότησης και διαπραγμάτευσης της ποντιακής ταυτότητας και η δύναμη του χορού, στο Αφιέρωμα στη Ποντιακή Παράδοση, επιμ. Μ. Σέργης, σελ. 167
[2]
[2] Ο Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγος (1278-1320) εγκατέστησε οικογένειες Τσακώνων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γ. Παχυμέρης αναφέρει: «Άλλοι τε πλείστοι εκ των Λακώνων, ους και Τζάκωνας …άμα μεν πολλούς, άμα δε και μαχίμους, άμα γυναιξί και τέκνοις εις Κωνσταντινούπολιν μετώκιζεν ο κρατών…».
[3]
[3] βλ. ενδεικτικά Λεκού Μ. 1920, Περί Τσακώνων και της Τσακώνικης Διαλέκτου. Αθήνα: Παπαπαύλου & Σία ; Πιτσελά Π.2000, Περί Τσακώνων. Αθήνα; Βαγενά Θ. 1971, Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου; Κωστάκης Θ.1979 «Βάτικα και Χαβουτσί, Τα Τσακωνοχώρια της Προποντίδας», Βιθυνία 1, Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών; Πετάκος Χ. 2003, Τσακονιά
[4]
[4] Για τα τραγούδια του “Τσακώνικου” χορού βλ. Ρουσάλη- Διατσίντου Σ. 1971, Λαογραφία Λεωνιδίου; Πετάκου Χ. 2003, Ο Τσακόνικος χορός; Πιτσελάς Π. 2004-2005, Τραγούδια του Τσακώνικου χορού Χρονικά των Τσακώνων. Πρακτικά Ε΄ Τσακώνικου Συνεδρίου. Τόμος ΙΗ΄. Αθήνα, σελ. 457-460; Χείλαρη Α. 2009, Τοπική και εθνική ταυτότητα σε κίνηση. Το παράδειγμα του “Tσακώνικου” χορού στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Μεταπτυχιακή διατριβή. Ε.Κ.Π.Α.- Τ.Ε.Φ.Α.Α.
[5]
[5] Είναι γεγονός ότι στο Λεωνίδιο, το μεγαλύτερο κέντρο της Τσακωνιάς, ιδρύθηκε διδακτήριο Δημοτικού Σχολείου ήδη από το 1855