Τίτλος: Ψηφίδες ιστορίας των μοναστηριών της Τσακωνιάς κατά τη δεύτερη βενετική κυριαρχία στην Πελοπόννησο
Εισηγητής: Μιχάλαγα Στεφ. Δέσποινα – Λέκτωρ, Τμήμα Θεολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη Εισήγησης για το 8ο Τσακώνικο Συνέδριο
Η βραχύχρονη περίοδος της δεύτερης βενετικής κυριαρχίας (1685-1715) αποτελεί τομή στην πελοποννησιακή ιστορία. Διαχωρίζει και ταυτόχρονα συνδέει τις δύο οθωμανικές κατακτήσεις της χερσονήσου, προετοιμάζοντας τις συνθήκες για την έκρηξη της Επανάστασης το 1821. Οι Βενετοί μετά την απώλεια του Χάνδακα (1669), πανηγύρισαν με την κατάκτηση της Πελοποννήσου τη δημιουργία ενός νέου κράτους, το οποίο φιλόδοξα ονόμασαν Βασίλειο (Regno di Morea). Η σταδιακή όμως συρρίκνωση της επικράτειάς τους και η οικονομική τους παρακμή ήταν η αιτία η οποία τους ώθησε να αντιμετωπίσουν τους νέους υπηκόους τους με αισθήματα κατανόησης και φιλανθρωπίας, στην προσπάθειά τους να οργανώσουν ένα ευνομούμενο κράτος. Προς την Ορθόδοξη Εκκλησία ιδιαίτερα, συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό, παρέχοντας φοροαπαλλαγές στα εκκλησιαστικά πρόσωπα και ιδρύματα, μισθό και γαίες στους ιεράρχες. Παρότι στις αρχές ακόμη του 18ου αι. η θρησκευτική ελευθερία ή ανοχή ήταν ανύπαρκτη πολιτική αξία, οι Βενετοί αν και πιστοί ρωμαιοκαθολικοί, ήσαν οι περισσότερο ανεκτικοί. Μέριμνά τους ήταν πάντοτε η προάσπιση και ευημερία των υπηκόων τους και στην περίπτωση των ορθοδόξων θεωρούσαν ότι έπρεπε να τους υπερασπίζονται όπως έκαναν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Η αντίθεσή τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε καθαρά πολιτική χροιά, αφού το τελευταίο ως υπήκοο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει στην Υψηλή Πύλη χρήματα, τα οποία οι πιστοί είχαν συγκεντρώσει ως εισφορές για χάρη του και με τον τρόπο αυτό χρήματα από τη χερσόνησο, που με αίμα και χρήμα είχαν κατακτήσει οι Βενετοί, θα κατέληγαν στο Σουλτάνο προκειμένου να γίνουν όπλα εναντίον τους. Αντιμετώπισαν επίσης με καχυποψία τους περιφερόμενους μοναχούς θεωρώντας ότι θα μπορούσαν με ευκολία να ενεργήσουν κατασκοπευτικά. Από την άλλη πλευρά όμως ευνόησαν τις εκπαιδευτικές προσπάθειες, αφού άλλωστε θεωρούσαν ότι η κακοδαιμονία των πελοποννήσιων οφειλόταν στην αμάθεια, απόρροια της οθωμανικής κατάκτησης. Επέτρεψαν και συχνά παρότρυναν την ανοικοδόμηση ή ανακαίνιση ναών και μοναστηριών, όπως θα διαφανεί στην παρούσα ανακοίνωση από την παρουσίαση τεκμηρίων για τη μονή Ελώνης. Ζητούσαν παράλληλα να εξακριβώσουν τον αριθμό των κατοίκων και την περιουσιακή τους κατάσταση με στόχο τη σύνταξη λεπτομερούς κτηματολογίου. Από την προσπάθειά τους αυτή συγκεντρώθηκαν απογραφικά στοιχεία για όλες τις μονές της Τσακωνιάς (Μαλεβή, Ορθοκωστά, Ρεοντινού, Σίτζα, κ.λπ.), τα οποία αδρομερώς θα παρουσιαστούν. Γενικά επίσης στοιχεία για τον ιεράρχη της περιοχής κατά την εξεταζόμενη περίοδο, Ρέοντος και Πραστού Ιάκωβο Σαλούφα, καθώς και τη δράση του έχουν παρουσιαστεί άλλοτε, χρήσιμη θεωρείται όμως σχετική αναφορά. Απαραίτητος τέλος θεωρείται ο σχολιασμός της απονομής σταυροπηγιακής αξίας στη μονή Ελώνης και τα απορρέοντα από αυτήν δίκαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.