Τίτλος: Αν μιλάς Τσακώνικα… δε θα μάθεις γράμματα (μια από τις αξίες της παιδαγωγικής των αρχών της δεκαετίας του 1960 που προωθήθηκε στα σχολεία του τόπου μας και δυστυχώς οδήγησε τη διάλεκτο σε φθίνουσα πορεία)
Εισηγητής: Ξυδιάς Μιχαήλ – Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας
Περίληψη Εισήγησης για το 8ο Τσακώνικο Συνέδριο
Η τσακώνικη διάλεκτος, «σημαιοφόρος» της τοπικής μας παράδοσης, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και βασικό συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας. Με ρίζες βαθιές και αντοχές μεγάλες έρχεται από πολύ μακριά σμιλευμένη για αιώνες πάνω στην καθημερινή επικοινωνία γενεών και γενεών Τσακώνων.
Στους σπουδαιότερους μελετητές της διαλέκτου συγκαταλέγονται οι Λενιδιώτες Θ. Οικονόμου (ποιητής της «Λάκαινας») και Μιχαήλ Λεκός, ο Μελανιώτης καθηγητής Θανάσης Π. Κωστάκης και ο Γερμανός Μιχαήλ Δέφνερ, «…ο μόνος επί γης άνθρωπος, μη Τσάκων, ομιλών και γράφων την Τσακωνική…», όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει συχνά ο ίδιος.
Ο Γερμανός Τσακωνολόγος θα βρει τη διάλεκτο στην πιο καλή της ώρα, αφού ως και την εποχή του Μεσοπολέμου μικροί και μεγάλοι Τσάκωνες επικοινωνούσαν σχεδόν αποκλειστικά με την πανάρχαια ντοπιολαλιά. Το γεγονός αυτό, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Εμφύλιο, θα ερμηνευτεί λαθεμένα από μη Τσάκωνες εκπαιδευτικούς ως εμπόδιο στη μάθηση και θα αναδειχθεί σε μείζον «παιδαγωγικό» πρόβλημα με ποικίλες προεκτάσεις.
Η αγωνιώδης προσπάθεια εκείνων των «παιδαγωγών» να φορτώσουν όλα τα δεινά της εκπαίδευσης των νεαρών Τσακώνων thα γρούσσα νάμου(=στη γλώσσα μας) θα οδηγήσει σε εσπευσμένη ίδρυση νηπιαγωγείων κατά τη δεκαετία του 1960, με αποτέλεσμα η διάλεκτος, που αντλεί τη δύναμή της αποκλειστικά από την προφορική επικοινωνία, να χάσει σιγά – σιγά το γόητρό της και να πάρει φθίνουσα πορεία, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες μερικών εθελοντών όπως λ.χ. της Μ. Κουνιά, του παπα Ηλία Ψαρολόγου και του αείμνηστου Γιάννη Σταματόπουλου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη λειτουργία των πρώτων διαπολιτισμικών σχολείων θα αποδειχθεί περίτρανα στην πράξη ότι η γλωσσική ετερότητα δεν εμποδίζει τη μάθηση και ότι κακώς τότε ενοχοποιήθηκαν τα Τσακώνικα.
Οι παιδικές θύμησες από εκείνον τον πολύπλευρο «ψυχοπαιδαγωγικό πόλεμο» παρέμειναν άσβηστες στην ψυχή μας και εξελίχτηκαν σε ζωντανές μαρτυρίες με κοινό το ίδιο αγωνιώδες ερώτημα: «υπάρχει προοπτική σήμερα για τη διάλεκτο;»